παροχή
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
ἡ, (παρέχω)
A supply, furnishing, νεῶν παροχῇ with liability to furnish ships, Th.6.85 (nisi leg. παροκωχῇ(q. v.)); βολίμου, ἐλάτας, etc., IG42 (1).103.109, 102.25, al. (Epid.); αἱ τῶν ξενίων π., in the case of ambassadors, Plb.21.18.3 ; θυμάτων π. IG5(1).1390.64 (Andania, i B. C.), cf. OGI764.44 (Pergam., ii B. C.) ; χρημάτων παροχαί D.H.6.96 : abs., Plb.32.13.2, Hippod. ap. Stob.4.1.94, Wilcken Chr.412.2 (ii A.D.). 2 payment, furnishing, PLond.3.1159.2 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 528] ἡ, Darreichung, νεῶν, Thuc. 6, 85; öffentliche Spendung, Pol. 22, 1, 3 u. öfter; vgl. D. Hal. 6, 96.
Greek (Liddell-Scott)
παροχή: ἡ, (παρέχω) τὸ παρέχειν, χορηγεῖν, νεῶν παροχῇ, μὲ τὴν ὑποχρέωσιν νὰ παράσχῃ τις πλοῖα, Θουκ. 6. 85· αἱ τῶν ξενίων π., ἐπὶ πρεσβευτῶν, Πολύβ. 22. 1, 3· - ἀπολ., ἐπίδομα, δώρημα, φιλοδώρημα, ὁ αὐτ. 32. 19, 2, Ἱππόδαμ. παρὰ Στοβ. 249. 44. Πρβλ. παροκωχή.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de fournir, fourniture.
Étymologie: παρέχω.
Greek Monolingual
η ΝΜΑ παρέχω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρέχω, το να παρέχει, να χορηγεί κανείς κάτι
2. ό,τι παρέχεται, ό,τι έχει δοθεί (α. «παροχές προς τους αγρότες». β. «μήτε κατάλυμα δοθῆναι μήτε παροχήν», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. (αστ. δίκ.) πράξη ή παράλειψη οφειλόμενη σε υφιστάμενη ενοχή
2. τεχνολ. η σύνδεση της εσωτερικής εγκατάστασης μιας οικοδομής με το αντίστοιχο δίκτυο διανομής (α. «ηλεκτρική παροχή» β. «παροχή ύδρευσης» γ. «παροχή φωταερίου»)
3. φυσ. η ποσότητα ενός υγρού ή αερίου που παρέχεται από μια διάταξη στη μονάδα του χρόνου
4. φρ. α) «παροχή φλέβας» — το πηλίκο του όγκου του ρευστού που διέρχεται από την τομή φλέβας σε χρόνο dt διά του χρόνου αυτού
β) «παροχή ποταμού»
(γεωμορφ.) ο όγκος του νερού ενός ποταμού που διέρχεται από ένα σταθερό σημείο στη μονάδα του χρόνου και μετρείται συνήθως σε κυβικά μέτρα ανά δευτερόλεπτο
μσν.-αρχ.
θεία δωρεά, δωρήματα του Θεού προς τους ανθρώπους («περὶ τῶν θεϊκῶν ἐνεργειῶν καὶ παροχῶν τοῡ Ἁγίου Πνεύματος», Διδυμ.)
αρχ.
πληρωμή, αμοιβή.
Greek Monotonic
παροχή: ἡ (παρέχω), προμήθεια, εφοδιασμός, νεῶν παροχῇ, με την υποχρέωση να παρέχω πλοία, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
παροχή: ἡ1) доставка, поставка (νεῶν Thuc.);
2) pl. угощение, тж. содержание (τῶν ξενίων Polyb.).