ὁμοβώμιος

From LSJ
Revision as of 08:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοβώμιος Medium diacritics: ὁμοβώμιος Low diacritics: ομοβώμιος Capitals: ΟΜΟΒΩΜΙΟΣ
Transliteration A: homobṓmios Transliteration B: homobōmios Transliteration C: omovomios Beta Code: o(mobw/mios

English (LSJ)

ον,

   A having a common altar, Th.3.59.

German (Pape)

[Seite 333] einen gemeinschaftlichen Altar habend, Thuc. 3, 59; vgl. Poll. 7, 155.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοβώμιος: -ον, ὁ ἔχων κοινὸν βωμόν, οἷονΔημήτηρ καὶ ἡ Περσεφόνη, συμβώμιος, Θουκ. 3. 59. - Παρὰ τῷ Ἡσύχ. φέρεται καὶ τύπος: ὁμόβωμοι, ὅστις εὕρηται καὶ ἐν ἐπιγράμματι, (Τηλέμα)χός σε ἱέρωσε Ἀσκληπιῷ ἠδὲ ὁμοβώμοις Ἐπιγρ. Ἀττ. Β΄, 1442, τ. Β΄, μέρος γ΄, σ. 68, ἴδε Κόντου Γλωσσ., Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. 2, σ. 137.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a le même autel.
Étymologie: ὁμός, βωμός.

Greek Monolingual

ὁμοβώμιος και, κατά δ. γρφ
ὁμόβωμος, -ον (Α)
αυτός που έχει τον ίδιο βωμό με κάποιον άλλο («θεοὺς τοὺς ὁμοβωμίους... ἐπιβοώμενοι», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + βώμιος (πρβλ. επι-βώμιος). Ο τ. ὁμόβωμος < ομ(ο)- + βωμός (πρβλ. πολύ-βωμος)].

Greek Monotonic

ὁμοβώμιος: -ον (βωμός), θεός που έχει κοινό βωμό με άλλον θεό, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοβώμιος: имеющий общий алтарь (θεοί Thuc.).