ὁμοβώμιος
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ον,
A having a common altar, Th.3.59.
German (Pape)
[Seite 333] einen gemeinschaftlichen Altar habend, Thuc. 3, 59; vgl. Poll. 7, 155.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοβώμιος: -ον, ὁ ἔχων κοινὸν βωμόν, οἷον ἡ Δημήτηρ καὶ ἡ Περσεφόνη, συμβώμιος, Θουκ. 3. 59. - Παρὰ τῷ Ἡσύχ. φέρεται καὶ τύπος: ὁμόβωμοι, ὅστις εὕρηται καὶ ἐν ἐπιγράμματι, (Τηλέμα)χός σε ἱέρωσε Ἀσκληπιῷ ἠδὲ ὁμοβώμοις Ἐπιγρ. Ἀττ. Β΄, 1442, τ. Β΄, μέρος γ΄, σ. 68, ἴδε Κόντου Γλωσσ., Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. 2, σ. 137.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a le même autel.
Étymologie: ὁμός, βωμός.
Greek Monolingual
ὁμοβώμιος και, κατά δ. γρφ
ὁμόβωμος, -ον (Α)
αυτός που έχει τον ίδιο βωμό με κάποιον άλλο («θεοὺς τοὺς ὁμοβωμίους... ἐπιβοώμενοι», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + βώμιος (πρβλ. επι-βώμιος). Ο τ. ὁμόβωμος < ομ(ο)- + βωμός (πρβλ. πολύ-βωμος)].
Greek Monotonic
ὁμοβώμιος: -ον (βωμός), θεός που έχει κοινό βωμό με άλλον θεό, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοβώμιος: имеющий общий алтарь (θεοί Thuc.).