βοτρυδόν

From LSJ
Revision as of 08:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοτρῡδόν Medium diacritics: βοτρυδόν Low diacritics: βοτρυδόν Capitals: ΒΟΤΡΥΔΟΝ
Transliteration A: botrydón Transliteration B: botrydon Transliteration C: votrydon Beta Code: botrudo/n

English (LSJ)

Adv.

   A like a bunch of grapes: in clusters, β. πέτονται, of bees, Il.2.89, cf. Gp.15.2.29, Him.Or.28.1; τίκτει [ὁ πολύπους] ᾠὰ β. Arist.Fr.334, cf. Opp.H.1.550; τὰ ἄνθη πέφυκεν β. Thphr.HP3.16.4: metaph. of a crowd, Luc.Pisc.42.

German (Pape)

[Seite 455] traubenförmig, πέτονται, von den schwarmweis fliegenden Bienen, Il. 2, 89 (ἅπαξ εἰρημ.); von dem Blüthenstande, Theophr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βοτρῡδόν: ἐπίρρ. (βότρυς), ὡς βότρυς, κατὰ τὸ εἶδος βότρυος, ὡς σταφυλή, βοτρυδὸν πέτονται, ἐπὶ μελισσῶν, Ἰλ. Β. 89· τίκτει ὁ πολύπους ᾠὰ β. Ἀριστ. Ἀποσπ. 315· - ὡσαύτως βοτρυηδόν, κατὰ τὸ Οὐρβιν. χειρόγρ. ἐν Θεοφρ. Ι. Φ. 3. 16, 4.

French (Bailly abrégé)

adv.
par grappe, en forme de grappe.
Étymologie: βότρυς.

Spanish (DGE)

(βοτρῡδόν)
adv. en racimos τὰ δὲ ἄνθη πέφυκεν ... β. Thphr.HP 3.16.4, ὀπώρα τις αὕτη β. ἐν ταλάρῳ Philostr.Im.1.31.3
fig. de abejas en enjambre β. πέτονται Il.2.89, cf. Philostr.VA 3.46, Gp.15.2.29, de los huevos del pulpo τίκτει ᾠὰ β. Arist.Fr.334, cf. Opp.H.1.550, de una multitud, Luc.Pisc.42.

Greek Monolingual

βοτρυδόν και βοτρυηδόν επίρρ. (Α) βότρυς
πυκνά, με αφθονία σαν τις ρόγες του σταφυλιού.

Greek Monotonic

βοτρῡδόν: (βότρυς), επίρρ., όπως ένα τσαμπί από σταφύλια, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

βοτρῡδόν: adv. в виде гроздьев (μέλισσαι β. πέτονται Hom.; τίκτει ὁ πολύπους ᾠὰ β. Arst.; ἑσμοῦ δίκην Luc.).