προσβιβάζω

From LSJ
Revision as of 10:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσβῐβάζω Medium diacritics: προσβιβάζω Low diacritics: προσβιβάζω Capitals: ΠΡΟΣΒΙΒΑΖΩ
Transliteration A: prosbibázō Transliteration B: prosbibazō Transliteration C: prosvivazo Beta Code: prosbiba/zw

English (LSJ)

Att.fut.

   A -βιβῶ Ar.Av.426 (lyr.), S.Ichn.166, Pl.Phdr. 229e:—causal of προσβαίνω, cause to approach, bring near, π. ἑαυτὸν κινδύνοις expose . ., Longin.15.5.    b liken, make to resemble, τινά τινι Plu.Pomp.46.    2 metaph., bring over, persuade, εὖ προσβιβάζεις με Ar.Eq.35; τὸ τῇδε καὶ τὸ κεῖσε καὶ τὸ δεῦρο προσβιβᾷ λέγων Id.Av.426; τῷ λόγῳ προσβιβάζειν [τινάς] X.Mem.1.2.17, cf. Aeschin. 3.93, Plu.Cat.Mi.36:—Pass., προσβιβασθῆναι πρὸς τὴν ἀλήθειαν Luc.Philops.33.    II of things, add, ἐπὶ τούτοις τὸν κολοφῶνα Pl.Tht.153c, cf. Phld.Mus.p.73K.    2 π. κατὰ τὸ εἰκὸς ἕκαστον reduce it into accordance with probability, Pl.Phdr.229e; τἄλλα π. κατὰ γράμματα καὶ κατὰ συλλαβάς reduce to letters and syllables, Id.Cra.427c.    3 prove, Alex.Aphr.in Sens.49.9.

German (Pape)

[Seite 753] hinzu-, hinausgehen lassen, hinzuführen, hinausbringen; Ar. Av. 425, im fut. προσβιβᾷ; übertr., τῷ λόγῳ προσβιβάζειν τινά, Einen durch die Rede zu einem Gedanken od. zu einem Entschluß bringen, übh. anleiten, veranlassen, Equ. 35; προθυμήσομαι ἡμᾶς προσβιβάσαι, Plat. Men. 74 b; Phaedr. 229 e u. oft bei Sp., wie Plut. u. Luc., auch pass., Philops. 33.

Greek (Liddell-Scott)

προσβῐβάζω: μέλλ. Ἀττ. -βιβῶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 425, Πλάτ. Φαῖδρ. 229Ε. Μεταβατικὸν ἐνεργείας τοῦ προσβαίνω, κάμνω τινὰ νὰ πλησιάσῃ, φέρω πλησιέστερον, τινὰ Πλάτ. Μένων 74Β, Πλουτ. Πομπ. 46· πρ. ἑαυτὸν κινδύνοις, ἐκθέτω εἰς..., Λογγῖν. 15. ― Παθ., προσβιβασθῆναι πρὸς τὴν ἀλήθειαν Λουκ. Φιλοψ. 33. 2) μεταφορ., πείθω, καταπείθω, εὖ προσβιβάζεις με Ἀριστοφ. Ἱππ. 35· τὸ τῇδε καὶ τὸ κεῖσε καὶ τὸ δεῦρο προσβιβᾷ λέγων ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 425· οὕτω, τῷ λόγῳ προσβιβάζειν τινὰ Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 17, πρβλ. 1. 5, 1, Αἰσχίν. 67. 2. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, προσθέτω, ἐπὶ τούτοις τὸν κολοφῶνα Πλάτ. Θεαίτ. 153C. 2) πρ. τι κατὰ τὸ εἰκός, καθιστῶ τι σύμφωνον πρὸς τὸ πιθανόν, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 229Ε· τἆλλα πρ. κατὰ συλλαβάς, ἀναλύω εἰς συλλαβάς, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 427C.

French (Bailly abrégé)

f. προσβιβάσω, att. προσβιβῶ;
1 faire approcher, faire avancer, acc. ; Pass. s’approcher de;
2 fig. amener à : τινά τινι amener qqn à qch au moyen de qch ; τινά, persuader qqn.
Étymologie: πρός, βιβάζω.

Greek Monolingual

Α
1. κάνω κάποιον να πλησιάσει, φέρνω πλησιέστερα
2. παρομοιάζω κάποιον με κάποιον άλλο («ὡς μὲν οἱ κατὰ πάντα τῷ Ἀλεξάνδρῳ παραβάλλοντες αὐτὸν καὶ προσβιβάζοντες ἀξιοῡσι», Πλούτ.)
3. μτφ. πείθω («τῷ λόγω προσβιβάζων ὑμᾱς», Αισχίν.)
4. (σχετικά με πράγματα) προσθέτω
5. αποδεικνύω
6. φρ. α) «προσβιβάζω κατὰ τὸ εἰκός» — καθιστώ κάτι σύμφωνο προς το πιθανό
β) «προσβιβάζω κατὰ συλλαβάς» — αναλύω σε συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + βιβάζω «κάνω κάποιον να βαδίσει»].

Greek Monotonic

προσβῐβάζω: μέλ. Αττ. -βιβῶ, μτβ. του προσβαίνω,
1. κάνω να πλησιάσει, φέρνω κοντύτερα, τινά, σε Πλάτ.
2. μεταφ., προσελκύω, πείθω, εὖ προσβιβάζεις με, σε Αριστοφ., Ξεν.· λέγεται για πράγματα, προσβιβάζω τι κατὰ τὸ εἰκός, κάνω κάτι να συμφωνήσει με τις πιθανότητες, το φέρνω σε συμφωνία με αυτές, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προσβῐβάζω: (fut. προσβιβάσω - атт. προσβιβῶ)
1) приближать, сближать (sc. τὸν Πομπήϊον τῷ Ἀλεξάνδρῳ Plut.): προθυμήσομαι ἡμᾶς προσβιβάσαι Plat. постараюсь (чтобы нам) подойти ближе к делу; προσβιβασθῆναι πρὸς τὴν ἀλήθειαν Luc. приблизиться к истине;
2) приводить: π. τινὰ κατὰ τὸ εἰκός Plat. приводить кого-л. к естественному объяснению; π. τι κατὰ γράμματα Plat. разложить что-л. на (отдельные) буквы;
3) приводить к убеждению, убеждать (τῷ λόγῳ τινά Xen.);
4) добавлять, довершать: τὸν κολοφῶνα προσβιβάζων Plat. в завершение.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-βιβάζω naar... doen gaan, doen naderen; met acc. en prep. bep., of met acc. en dat., pass..; τάχα γὰρ ἄν... προσβιβασθεῖης πρὸς τὴν ἀλήθειαν want misschien kun je tot de waarheid gebracht worden Luc. 34.33; overdr..; προσβιβάζων ἐχειροῦτο τῷ συμφέροντι hij dwong (de mensen) in de richting van hun eigenbelang Plut. Per. 15.1; abs. overhalen, overtuigen:. ὡς σὰ πάντα... προσβιβᾷ λέγων hij zal je met zijn woorden ervan overtuigen dat alles van jou is Aristoph. Av. 426; πάντας... τοὺς διδάσκοντας ὁρῶ... τῷ λόγῳ προσβιβάζοντας ik zie dat alle leraren door instructie richting geven Xen. Mem. 1.2.17. in overeenstemming brengen (met):. εἴ τις προσβιβᾷ κατὰ τὸ εἰκος ἕκαστον als men elk onderdeel in overeenstemming wil brengen met het waarschijnlijke Plat. Phaedr. 229e. toevoegen. Plat. Tht. 153c.