προσείω

From LSJ
Revision as of 10:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσείω Medium diacritics: προσείω Low diacritics: προσείω Capitals: ΠΡΟΣΕΙΩ
Transliteration A: proseíō Transliteration B: proseiō Transliteration C: proseio Beta Code: prosei/w

English (LSJ)

   A hold out and shake, π. χεῖρα shake it threateningly, E.HF 1218; προσείειν ἀνασείειν τε [τὸν πλόκαμον] wave it up and down, Id.Ba.930; π. γυμνὰ τὰ ξίφη Ael.VH12.23; θαλλὸν π. wave a bough before cattle, so as to lead them on, Pl.Phdr.230d; π. θήρατρα τοῖς ὄρνισι Ael.NA1.29; and metaph., π. Σειρῆνας, αὐλητρίδας, hold them out as a bait, ib.17.22, Ep.16; π. φόβον hold a thing out as a bugbear, Th.6.86, cf. Ael.Fr.22.

German (Pape)

[Seite 758] vor -od. vorwärts bringen; προσείειν ἀνασείειν τε, sc. πλόκαμον, ab- u. aufwärts schütteln, Eur. Bacch. 928; vorhalten u. schütteln, ὥςπερ οἱ τὰ πεινῶντα θρέμματα θαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες ἄγουσι, Plat. Phaedr. 230 d, wo vulg. προσιόντες ist; φόβον, Furcht einjagen, indem man Schreckbilder vorhält u. schüttelt, Thuc. 6, 86.

Greek (Liddell-Scott)

προσείω: σείω τι ἔμπροσθέν τινος, τί μοι προσείων χεῖρα σημαίνεις φόνον; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1218 (πρβλ. προσειλέω)· προσείειν ἀνασείειν τε [τὸν πλόκαμον], κινεῖν αὐτὸν ἄνω καὶ κάτω, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 930· πρ. γυμνὰ τὰ ξίφη Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 23· ὥσπερ οἱ τὰ πεινῶντα θρέμματα θαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες ἄγουσι Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· θήρατρα ἕτερα τοῖς ὄρνισι προσείει μυκωμένη Αἰλ. π. Ζ. 1. 29· καὶ μεταφορ., θέλγων τὴν ἀκοὴν ὕμνῳ τινὶ γαμικῷ προσείοντι Σειρῆνας αὐτόθι 17. 23· σὺ δέ μοι αὐλητρίδας προσείεις Ἐπιστ. 16· πρ. φόβον, ἐπισείω τι ὡς μορμολυκεῖον, Θουκ. 6. 86. Πρβλ. Ruhnk. Τίμ. ἐν λέξ. θαλλός.

French (Bailly abrégé)

agiter devant ; particul. agiter un appât pour attirer, un épouvantail pour effrayer ; fig. intimider.
Étymologie: πρό, σείω.

Greek Monolingual

Α σείω
1. κουνώ κάτι απειλητικά μπροστά σε κάποιον άλλο («τί μοι προσείων χεῑρα σημαίνεις φόνον;», Ευρ.)
2. κρατώ κάτι και το κουνώ μπροστά από κάποιον (α. «ὥσπερ γὰρ οἱ τὰ πεινῶντα θρέμματα θαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες ἄγουσι», Πλάτ.
β. «προσείειν γυμνὰ τὰ ξίφη», Αιλ.)
3. μτφ. παρουσιάζω ως δέλεαρ («προσείειν αὐλητρίδας», Αιλ.)
4. φρ. «προσείειν φόβον» — επισείω κάτι ως φόβητρο.

Greek Monotonic

προσείω: μέλ. -σω, κρατώ έξω και ανακινώ, σείω, προσείω χεῖρα, κινώ απειλητικά, σε Ευρ.· προσείειν ἀνασείειν τε (τὸν πλόκαμον), το «κυματίζω» πάνω κάτω, στον ίδ.· μεταφ., προσείω φόβον, ως μπαμπούλας, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-σείω zwaaiend naar voren steken:; προσείων χεῖρα zwaaiend met je hand Eur. HF 1218; καρπὸν προσείοντες een vrucht voor de neus zwaaien (van hongerige dieren) Plat. Phaedr. 230d; overdr.. οὐκ ἄλλον τινὰ προσείοντες φόβον zonder een andere vrees nadrukkelijk voor te houden Thuc. 6.86.1.