σκεθρός

From LSJ
Revision as of 10:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκεθρός Medium diacritics: σκεθρός Low diacritics: σκεθρός Capitals: ΣΚΕΘΡΟΣ
Transliteration A: skethrós Transliteration B: skethros Transliteration C: skethros Beta Code: skeqro/s

English (LSJ)

ά (Ion. ή), όν,

   A exact, careful, γνώμῃ σ. βασανίσας Hp.Mul. 1.11; ἴησις σκεθροτέρη Id.Art.50; δίαιτα Gal.18(2).403; τάλαντον τρυτάνης Lyc.270. Adv. -ρῶς, προὐξεπίστασθαι A.Pr.102, cf. 488; ὁρᾶν E.Fr.87.

German (Pape)

[Seite 891] knapp, genau, sorgfältig; Lyc. 270, ταλάντῳ τρυτάνης; auch Hippocr. – Adv.; πάντα προὐξεπίσταμαι σκεθ ρῶς τὰ μέλλοντα, Aesch. Prom. 102; πτῆσιν οἰωνῶν σκεθρῶς διώρισα, 486. – Vielleicht von σχεῖν, σχέθειν, was sich genau woran anhält, anschließt.

Greek (Liddell-Scott)

σκεθρός: -ά, -όν, ἀκριβής, ἐπιμελής, προσεκτικός, γνώμῃ σκεθρῇ βασανίσας Ἱππ. 595. 27· ἴησις σκεθροτέρη ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 817· δίαιτα Γαλην., κλπ., ἴδε Foës Oecon.· τάλαντον τρυτάνης Λυκόφρ. 270. Ἐπίρρ., σκεθρῶς προ ’ξεπίστασθαι Αἰσχύλ. Πρ. 102, πρβλ. 488· ὁρᾶν Εὐρ. Ἀποσπ. 88. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σκεθρόν· ἀκριβές».

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
exact, juste, parfait.
Étymologie: DELG σχεῖν de ἔσχον.

Greek Monolingual

-ά, -όν, και ιων. τ. θηλ. σκεθρή, Α
1. επιμελώς κατασκευασμένος, ακριβής («γνώμῃ σκεθρῇ βασανίσας», Ιπποκρ.)
2. επιμελής, προσεκτικός.
επίρρ...
σκεθρῶς Α
κατά τρόπο σκεθρό, με ακρίβεια, με επιμέλειαπρουξεπίσταμαι σκεθρῶς τὰ μέλλοντα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκεθρός (< σχε-θρός, με ανομοίωση τών δασέων) έχει σχηματιστεί από το θ. σχε- του ἔχω (πρβλ. αόρ. β' -σχ-ον, σχε-δόν, σχε-θεῖν) με επίθημα -θρο-ς (βλ. -θρον) και έχει, επομένως, την αρχική σημ. της ρίζας του εχω: segh- «κρατώ γερά»].

Greek Monotonic

σκεθρός: -ά, -όν, ακριβής, σωστός, προσεκτικός· επίρρ. -ῶς, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκεθρός -ά -όν [ἔχω? ( σχεῖν )] nauwkeurig, zorgvuldig.