ἀμετάθετος

From LSJ
Revision as of 11:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάθετος Medium diacritics: ἀμετάθετος Low diacritics: αμετάθετος Capitals: ΑΜΕΤΑΘΕΤΟΣ
Transliteration A: ametáthetos Transliteration B: ametathetos Transliteration C: ametathetos Beta Code: a)meta/qetos

English (LSJ)

ον,

   A unalterable, immutable, κατάληψις, of knowledge, Zeno Stoic.1.20; of fate, Chrysipp.ib.2.264, cf. Plb.30.17.2; ἀκίνητα καὶ ἀ. OGI331 (Pergam.), etc. Adv. -τως, διακεῖσθαι D.S.1.83, cf. Ascl.in Metaph. 22.6.    2 Gramm., not inflected, A.D.Synt.322.1.

German (Pape)

[Seite 122] (nicht umzusetzen), unveränderlich, fest, Polyb. διάληψις, Entscheidung, 30, 17, 2 u. öfter; πίστις D. Sic. 1, 23. – Adv. -τως, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάθετος: -ον, ὁ μὴ μετατιθέμενος, ἀμετάβλητος, ἀναλλοίωτος, σταθερός, Πολύβ. 2. 32, 5, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Ἐκκλ. Εὐμαθ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
immuable.
Étymologie: ἀ, μετατίθημι.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no cambiado, inmodificadode testamentos (διαθήκη) ἐφ' ᾗ ἀμεταθέτῳ ἀμφότεροι ἐτελεύτησαν POxy.75.15 (II a.C.), cf. 482.35 (II a.C.).
2 de cosas y abstr. inmutable, invariable, incambiable Ἄτροπον δὲ ὅτι ἀ. καὶ ἀμετάβλητός ἐστιν ὁ καθ' ἕκαστα διορισμὸς ἐξ ἀϊδίων χρόνων a Atropo (la llaman asi) porque es invariable e inmodificable en cualquiera de sus detalles la distribución (de los dones del destino) desde la eternidad Chrysipp.Stoic.2.264, ἐπιβολή Plb.2.32.5, διαλήψεις Plb.30.19.2, ἀκίνητα καὶ ἀ. ... τὰ ... πρὸς τὸν θεὸν τίμια IP 248.58 (II a.C.), τὸν νοῦν τῶν ποητῶν Phld.Po.C 9.23, λογισμός LXX 3Ma.5.12, εἱμαρμένην ἀμετάστατον καὶ ἀ. Plu.2.675b, τὰ ... συντεθέντα τῶν μερῶν τοῦ λόγου, καθ' ὃ μέρος ἥνωται, ἀμετάθετά ἐστιν las palabras, compuestas en la parte en que se unen, son invariables (e.d., no cambian), A.D.Synt.322.1, νενομοθέτηκε γὰρ ἡ εἱμαρμένη ἑκάστῳ ἀμετάθετον ἀποτελεσμάτων ἐνέργειαν Vett.Val.219.26, δόγμα θεοῦ PMag.4.529
subst. τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς la inmutabilidad del consejo (de Dios) Ep.Hebr.6.17
irrefutable, incontrovertible ἐπιστήμην εἶναι τὴν ἀσφαλῆ καὶ βεβαίαν καὶ ἀ. ὑπὸ λόγου κατάληψιν Zeno Stoic.1.20
no apaciguable, no dominable ἡ τοῦ πλὴθους ὁρμή Plb.15.32.7, ἡ πρὸς αὑτοὺς ὀργή Plb.23.15.3
constante ἡ μονάς Dioph.6.6, 8.13
imposible ἡ ἀπὸ τῶν κρειττόνων ἐπὶ τὰ χείρω μετάνοια Mart.Pol.11.1
duradero ἐνέργεια PMasp.151.127 (VI a.C.)
de pers. que no cambia Ἄτροπος Xenocrates 5
recalcitrante, empecinado LXX 3Ma.5.1, Iust.Phil.Dial.120.5.
3 ἀ. σκηνή una tienda que no cambia de lugar Sm., Thd.Is.33.20.
II adv. -ως inalterable, inmutablemente διάκειται D.S.1.83, ἔχειν Ascl.in Metaph.22.6, Chrys.M.60.584.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of μετατίθημι; unchangeable, or (neuter as abstract) unchangeability: immutable(-ility).

English (Thayer)

(μετατίθημι), not transposed, not to be transferred; fixed, unalterable: τό ἀμετάθετον as a substantive, immutability, Polybius, Diodorus, Plutarch.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀμετάθετος, -ον) μετατίθημι
αυτός που δεν μεταβάλλει θέση, που δεν μετατοπίζεται, και αυτός που δεν είναι δυνατόν να μετατοπιστεί, αμετακίνητος, σταθερός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αμετάθετο.

Russian (Dvoretsky)

ἀμετάθετος: неизменный, непоколебимый (διάληψις Polyb.; εἱμαρμένη Plut.; πίστις Diod.).