ἀφοίβαντος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ον,
A uncleansed, unclean, A.Eu.237, Fr.148.
German (Pape)
[Seite 413] χείρ, ungereinigt, unrein, Aesch. Eum. 228
Greek (Liddell-Scott)
ἀφοίβαντος: -ον, ὁ μὴ καθαρθείς, ἀκάθαρτος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 237, Ἀποσπ. 147.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non purifié ; souillé.
Étymologie: ἀ, φοιβαίνω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀφοίβατος A.Fr.148
impuro χείρ A.Eu.237, cf. l.c.
Greek Monolingual
ἀφοίβαντος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει καθαρθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φοιβαίνω (Η σύχ.) «λαμπρύνω, καθαρίζω»].
Greek Monotonic
ἀφοίβαντος: -ον (φοιβαίνω = φοιβάω), ακάθαρτος, μιαρός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀφοίβαντος: культ. не очистившийся, греховный (χείρ Aesch.).