ἀδεής

From LSJ
Revision as of 13:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδεής Medium diacritics: ἀδεής Low diacritics: αδεής Capitals: ΑΔΕΗΣ
Transliteration A: adeḗs Transliteration B: adeēs Transliteration C: adeis Beta Code: a)deh/s

English (LSJ)

(A), Ep. ἀδειής, ές: voc. ἀδεές [ᾱ, i.e. ἀδϝεές]:—

   A fearless, εἴ περ ἀδειής τ' ἐστί, of Hector, Il.7.117; κύον ἀδεές 8.423, Od.19.91: c. gen., ἀ. θανάτου Pl.R.386b, cf. Arist.EN1115a33; ἐν θαλάττῃ καὶ ἐν νόσοις ἀ. ὁ ἀνδρεῖος 1115b1.    2 without anxiety, secure, τὸ ἀ. security, Th.3.37; ἀ. δέος δεδιέναι to fear where no fear is, Pl. Smp.198a.    II causing no fear, not formidable, πρὸς ἐχθρούς Th.1.36 (Comp.); οὐ γὰρ ἀδεὲς τοῦτ' ὑπολαμβάνω D.16.22.    III most common in Adv. ἀδεῶς without fear or scruple, confidently, Hdt.3.65, 9.109; ἀ. τινὰ ὠφελοῦμεν Th.2.40; ἀ. περί τινος ἀποφαίνεσθαι Pl.La.186d; ἀ. πολιτεύεσθαι Lys.24.25; ἀ. bibit Cic.Att.13.52: Comp. -έστερον Th.4.92.    2 with impunity, μηνύειν Id.6.27.
ἀδε-ής (B), ές, (δέομαι)

   A not in want, τινός Max Tyr.5.1, al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδεής: Ἐπ. ἀδειής, ές. Ἐπικ. κλητ. ἀδδεές, (δέος). Ἄφοβος: εἴπερ ἀδειής τ’ ἐστί, περὶ Ἕκτορος, Ἰλ. Η. 117· κύον ἀδεές, Θ. 423, πρβλ. Ὀδ. Τ. 91. 2) ἄφοβος, ἀσφαλής, (ἴδε ἐν λέξει ἀλεής), τὸ ἀδεές, ἡ ἀσφάλεια, Θουκ. 3. 37, ἀδεὴς θανάτου, Πλάτ. Πολ. 386Β· περὶ τὸν καλὸν θάνατον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 6, 10· ἐν νόσοις, αὐτόθι, 11: - ἀδεὲς δέος δεδιέναι, φοβεῖσθαι ἔνθα οὐδεμία αἰτία φόβου ὑπάρχει, Πλάτ. Συμ. 198Α. ΙΙ. ὁ μὴ ἐμποιῶν φόβον, ὁ μὴ φοβερός, πρὸς ἐχθρόν, Θουκ. 1. 36, οὕτω καὶ ἐν 6. 87, μὴ ἀδεεῖς εἶναι κινδυνεύειν, οὐχὶ ἄνευ δέους κινδύνου, (ἔνθα ὅμως ὁ Dobree προτείνει ἀδεές, ὡς ἐν Δημ. 207. 23· οὐκ ἀδεές, οὐχὶ ἄνευ αἰτίας φόβου). ΙΙ. συνηθέστατον ὡς ἐπίρρ. ἀδεῶς, ἄνευ φόβου ἢ ὄκνου, θαρραλέως. Ἡρόδ. 3. 65., 9. 109· ἀδ. πολιτεύεσθαι, Λυσ. 170. 32· ἀδεῶς λέγειν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 394: - φθέγγεσθαι, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 502. 7. 2) ἐλευθέρως, μεγάλως, Θουκ. 2. 40, Κικ. π. Ἀττ. 13. 52.

French (Bailly abrégé)

1ής, ές :
1 qui ne craint pas, sans crainte, sans inquiétude ; τὸ ἀδεές THC la sécurité;
2 qui ne craint personne, audacieux ; en mauv. part impudent.
Étymologie: ἀ, δέος.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): ép. ἀδειής, tb. Zonar.92.13C, cf. quizá αδειεα Lyr.Adesp.390.9S.; ἀδῐής IG 12(3).552 (Tera, arc.)

• Prosodia: [ᾰ-]

• Morfología: [voc. ép. ἀδεές Il.8.423; adv. ἀδιέως SEG 9.3.36 (Cirene IV a.C.)]
I 1de pers. carente de miedo, intrépido εἴ περ ἀ. τ' ἐστί Il.7.117, οὐκ ἀδεεῖς ἔτι ἦμεν Th.3.10, cf. 6.87 ἀ. ἐν θαλάττῃ καὶ ἐν νόσοις Arist.EN 115b1
c. gen. ἀ. θανάτου Pl.R.386b
con giro preposicional ἀ. περὶ τὸν καλὸν θάνατον Arist.EN 1115a33.
2 carente de respeto, desvergonzado κύον ἀδεές Il.8.423, Od.19.91, en un grafito pederástico Κικῖνος ἀ. IG l.c.
3 de cosas y abstr. seguro, que no corre peligro ἀ. κάθοδος Th.3.114, ἄτρεπτος καὶ ἀ. νομή Ael.NA 11.7, neutr. compar. como adv. ἀδεέστερον καὶ ῥᾷον ... ἀφίκοιτο Aristid.Or.10.9
subst. τὸ ἀ. seguridad Th.2.59, διὰ ... τὸ καθ' ἡμέραν ἀ. Th.3.37.
II que no causa miedo, no temible πρὸς ἐχθρούς Th.1.36, ἀ. δέος δεδιέναι tener miedo de algo que no tenía nada de temible Pl.Smp.198a, οὐ γὰρ ἀ. τοῦθ' ... τῇ πόλει D.16.22.
III adv. -εῶς
1 sin miedo διαιτῶμεν Hdt.3.65, ζῆν X.Ath.2.14, φεύγειν Ar.V.359, τελευτᾶν Pl.Phd.58e
con confianza τινὰ ὠφελοῦμεν Th.2.40, κρύπτεσθαι Aesop.266.6
con confianza, sin temor, libremente λέγειν Pl.Tht.144a, Arist.Fr.434, PLugd.Bat.17.14.25 (II d.C.), προσεύχεσθαι Mart.Pol.7.2.
2 audaz, desvergonzada, impunemente αἰτέει τὸ φᾶρος Hdt.9.109, ὑβρίζειν D.21.4, χώραν πορθεῖν Plb.5.5.2, cf. ITemple of Hibis 1.18 (I d.C.).
3 con seguridad, sin trabas ἐπιστρατεύειν Th.4.92, παρέπλεον Th.7.56, βασιλεύειν Plb.1.16.10.
-ές
que no necesita c. gen. obj. ἀΰπνῳ ... ἀδεεῖ τῆς ἐν νυκτὶ ἀναπαύλης Max.Tyr.34.1, cf. 6.6, 7.3.

Greek Monotonic

ἀδεής: Επικ. ἀδειής, -ές· Επικ. κλητ. ἀδδεές (δέος)· αυτός που δεν αισθάνεται φόβο, άφοβος· εἴπερἀδειής τ' ἐστί, λέγεται για τον Έκτορα, σε Ομήρ. Ιλ.· κύον ἀδεές, στο ίδ.
2. άφοβος, ασφαλής (βλ. ἀλεής), τὸ ἀδεές, η ασφάλεια, σε Θουκ.· ἀδεὴς θανάτου, αυτός που δεν φοβάται το θάνατο, σε Πλάτ.· ἀδεὲς δέος δεδιέναι, ο φόβος κάποιου εκεί όπου δεν δικαιολογείται φόβος, εκεί όπου δεν υπάρχει αιτία φόβου, στον ίδ.
II. αυτός που δεν προξενεί φόβο, μη φοβερός, τρομερός· πρὸς ἐχθρούς, σε Θουκ.
III. 1. επίρρ., ἀδεῶς, άφοβα, θαρραλέα, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. χωρίς περιορισμό, ελεύθερα, αβίαστα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀδεής: эп. ἀδδεής и ἀδειής
1) безбоязненный, бесстрашный, неустрашимый (sc. Ἓκτωρ Hom.; ἀ. τινος Plat., πρός τι и ἔν τινι Arst.);
2) не внушающий страха, не страшный (πρός τινα Thuc.): ἀδεὲς δέος δεδιέναι Plat. испытывать неосновательный страх; οὐκ ἀδεὲς τοῦθ᾽ ὑπολαμβάνω τῇ πόλει Dem. я считаю это небезопасным для города;
3) беззастенчивый, бесстыдный (κύων Hom.).