ἄνοστος

From LSJ
Revision as of 13:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνοστος Medium diacritics: ἄνοστος Low diacritics: άνοστος Capitals: ΑΝΟΣΤΟΣ
Transliteration A: ánostos Transliteration B: anostos Transliteration C: anostos Beta Code: a)/nostos

English (LSJ)

ον,

   A unreturning, without return, πάντας ὄλεσαν καὶ ἔθηκαν ἀνόστους Od.24.528; πάντες ἐγένοντο ἄ. Arist.Fr. 145: Sup., ἡβάσεις ἥβαν ἀνοστοτάταν never, never to return, AP7.482.    II = foreg. 11, Thphr.CP4.13.2 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 242] ohne Rückkehr, nicht zurückkehrend, Od. 24, 528; Eur. I. T. 751; superl., ἀνοστοτάτη ἥβη, die gar nicht wiederkehrt, Ep. ad. 646 (VII, 482).

Greek (Liddell-Scott)

ἄνοστος: -ον, ὁ μὴ ἐπιστρέφων ἢ ἐπιστρέψας, ὁ ἄνευ ἐπιστροφῆς, πάντας ὄλεσαν καὶ ἔθηκαν ἀνόστους Ὀδ. Ω. 528· πάντες ἐγένοντο ἄν. Ἀριστ. Ἀποσπ. 140. - Ὑπερθ., ἥβη ἀνοστοτάτη, ἥτις οὐδέποτε πλέον θὰ ἐπανέλθῃ Ἀνθ. Π. 7. 482. ΙΙ = τῷ προηγ. ΙΙ. ἐν τῷ συγρ., περὶ δὲ τοῦ ἰσχυρότερα καὶ εὐχυλότερα γίνεσθαι καὶ νοστιμώτερα ἢ ἀνοστότερα, κτλ. Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 13, 2· πρβλ. ἄνοστος ἐν τῇ σημερινῇ.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
qui ne revient pas;
Sp. ἀνοστότατος.
Étymologie: ἀ, νόστος.
2ος, ον :
sans saveur, sans goût;
Cp. ἀνοστότερος.
Étymologie: ἀ, ὄζω.

English (Autenrieth)

without return (cf. ἀνόστιμος), Od. 24.528†.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. que no regresa, desaparecido πάντας ὄλεσαν καὶ ἔθηκαν ἀνόστους Od.24.528, ἄ. εἴην que no regrese E.IT 751, πάντες ἐγένοντο ἄνοστοι Arist.Fr.145, ἡβάσεις ἥβαν ... ἀνοστοτάταν AP 7.482, cf. Hsch.
2 que no tiene regreso, del que no se regresa τύχη Lyc.1088.
II 1de cosas que rinde poco γένοιτο αὐτῷ ... τὰ νόστιμα ἄνοστα SEG 6.802.23 (Salamina de Chipre), del grano, Thphr.CP 4.13.2.
2 poco nutritivo ὁ ὀρρός Sor.70.19
fig. dañino, nocivo Cyr.Al.M.68.960D.

Greek Monolingual

(I)
ἄνοστος, -ον (Α) νόστος «επιστροφή»]
εκείνος που δεν επέστρεψε ή δεν επιστρέφει στην πατρίδα («πάντες ἐγένοντο ἄνοστοι»).———————— (II)
-η, -ο (Α ἄνοστος, -ον) νόστος (II) «γεύση»]
χωρίς νοστιμιά, άγευστος, ανούσιος
νεοελλ.
εκείνος που δεν προκαλεί ευχάριστη εντύπωση, άχαρος, σαχλός.

Greek Monotonic

ἄνοστος: -ον, αυτός που δεν έχει γυρισμό, σε Ομήρ. Οδ.· υπερθ. ἀνοστοτάτη, που δεν γυρίζει ποτέ πίσω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἄνοστος: 1) Hom., Eur., Arst. = ἀνόστιμος 1;
2) Anth. = ἀνόστιμος 2.
безвкусный (πυρός Plut.).