παραγυμνόω

From LSJ
Revision as of 13:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραγυμνόω Medium diacritics: παραγυμνόω Low diacritics: παραγυμνόω Capitals: ΠΑΡΑΓΥΜΝΟΩ
Transliteration A: paragymnóō Transliteration B: paragymnoō Transliteration C: paragymnoo Beta Code: paragumno/w

English (LSJ)

   A lay bare at the side, expose, τι τῆς πλευρᾶς Arr. Tact.40.5, cf. D.C.49.6 (Pass.).    2 metaph., lay bare, disclose, τὸν πάντα λόγον Hdt.1.126, cf. 8.19, 9.44; τὸ βούλευμα Conon 50:—Pass., παρεγυμνώθη διότι . . Plb.1.80.9.

German (Pape)

[Seite 475] daneben oder an der Seite entblößen, Sp., wie D. Cass. 49, 6. – Gew. übertr., offenbar machen, erklären; λόγον, Her. 1, 126. 8, 19; ἔπος 9, 44; ἐπεὶ παρεγυμνώθη, διότι τὴν τιμωρίαν παραιτοῦνται, Pol. 1, 80, 9; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραγυμνόω: σχεδὸν γυμνώνω, ἐκθέτω, Δίων Κ. 49. 6. 2) μεταφορ., ἀπογυμνῶ, ἀποκαλύπτω, τὸν πάντα λόγον Ἡρόδ. 1. 126, πρβλ. 8. 19., 9. 44· τὴν ἀλήθειαν Κλήμ. Ἀλ. 63· παρεγυμνώθη διότι …, Πολύβ. 1. 80, 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραγυμνῶσαι· φανεροποιῆσαι».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
dévoiler, révéler, acc..
Étymologie: παρά, γυμνόω.

Greek Monotonic

παραγυμνόω: μέλ. -ώσω, ξαπλώνω γυμνός δίπλα από κάτι· μεταφ., απογυμνώνω, αποκαλύπτω, τὸν πάντα λόγον, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραγυμνόω [παράγυμνος] ontbloten; overdr. openbaren:. παρεγύμνου τὸν πάντα λογον hij onthulde het hele verhaal Hdt. 1.126.4.