ἀκροατής

From LSJ
Revision as of 15:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροᾱτής Medium diacritics: ἀκροατής Low diacritics: ακροατής Capitals: ΑΚΡΟΑΤΗΣ
Transliteration A: akroatḗs Transliteration B: akroatēs Transliteration C: akroatis Beta Code: a)kroath/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A hearer, of persons who come to hear a public speaker, Th.3.38, Pl.R.536c, D.18.7, Men.286, etc.; disciple, pupil, Arist.Pol.1274a29, cf. EN 1095a2.    II reader, Plu.Thes.1, Lys.12.

German (Pape)

[Seite 82] ὁ, Hörer, Zuhörer, von Thuc. an (3, 38) oft bei Att.; bei Plut. auch der Leser, z. B. Thes. 1, Timol. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροᾱτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀκούων, Λατ. auditor, ἐπὶ προσώπων, οἵτινες ἔρχονται ἵνα ἀκούσωσι δημηγόρον ἀγορεύοντα, Θουκ. 3. 38., Πλάτ., κτλ.: ὁ ἀκροώμενος διδάσκαλόν τινα, ὁμιλητής, μαθητής, Ἀριστ. Πολ. 2. 12. 7· πρβλ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 5. ΙΙ. ὁ ἀναγινώσκων, ὁ ἀναγνώστης, Πλουτ. Θησ. 1, Λύσανδ. 12.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 auditeur ; disciple;
2 lecteur.
Étymologie: ἀκροάομαι.

Spanish (DGE)

(ἀκροᾱτής) -οῦ, ὁ
1 oyente Hp.Nat.Hom.1, Th.3.38, Pl.R.536c, D.18.7, Men.Cith.fr.6, LXX Si.3.29, Demetr.Eloc.222, Ph.1.217, Plu.2.17a, D.C.59.5.4, ἀνάγκη δὲ τὸν ἀκροατὴν ἢ θεωρὸν εἶναι ἢ κριτήν por fuerza el oyente ha de ser simple espectador o juez Arist.Rh.1358b2
oyente, para nosotros lector por la especial difusión de la literatura por lecturas públicas, dicho por el escritor al dirigirse a sus propios lectores πρὸς ἓν γένος ἀκροατῶν οἰκειοῦσθαι que conviene sólo a cierta clase de lectores Plb.9.1.2, cf. 5, εὐγνωμόνων ἀκροατῶν benévolos lectores Plu.Thes.1
plu. fieles en los templos, Hippol.Haer.5.8.29.
2 árbitro, mediador ὁ στρατηγὸς ἀ. [ἀπ] εφήνατο PCol.285.14 (IV d.C.), τῆς ὑποθέσεως Stud.Pal.3.402.3 (VI d.C.), cf. PLond.1708.151 (VI d.C.), Epiph.Const.Haer.71.1 (p.250.9).
3 discípulo, de la escuela de c. gen. Θάλητος Arist.Pol.1274a29, cf. EN 1095a2, Plu.2.840b, Herm.Vis.1.3.3.

English (Strong)

from akroaomai (to listen; apparently an intensive of ἀκούω); a hearer (merely): hearer.

English (Thayer)

(οῦ, ὁ (ἀκροάομαι (see the preceding word)), a hearer: τοῦ νόμου, τοῦ λόγου, Thucydides, Isocrates, Plato, Demosthenes, Plutarch.)

Greek Monolingual

ο (Α ἀκροατής) (Ν θηλ. ακροάτρια) ἀκροῶμαι
1. αυτός που ακούει κάποιον που μιλάει
2. αυτός που παρακολουθεί δημόσια ομιλία, θεατρική παράσταση, συναυλία, δίκη κ.λπ.
νεοελλ.
αυτός που παρακολουθεί πανεπιστημιακά ή άλλα μαθήματα χωρίς να είναι εγγεγραμμένος ως κανονικός φοιτητής, χωρίς όμως και να έχει ούτε τα δικαιώματα, ούτε και τις υποχρεώσεις τών κανονικά εγγεγραμμένων φοιτητών ή μαθητών
αρχ.
1. μαθητής, οπαδός
2. αναγνώστης.

Greek Monotonic

ἀκροᾱτής: -οῦ, ὁ (ἀκροάομαι),
I. ακροατής, Λατ. auditor, σε Θουκ. κ.λπ.· λάτρης, οπαδός, απόστολος, μαθητής, σε Αριστ.
II. αναγνώστης, ομιλητής, κήρυκας, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροᾱτής: οῦ ὁ
1) слушатель Plat.: ἀκροαταὶ τῶν ἔργων Thuc. слушающие рассказы о (великих) деяниях;
2) слушатель, ученик (Θάλητος Arst.);
3) читатель Plut.