αἰζηός

From LSJ
Revision as of 15:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰζηός Medium diacritics: αἰζηός Low diacritics: αιζηός Capitals: ΑΙΖΗΟΣ
Transliteration A: aizēós Transliteration B: aizēos Transliteration C: aizios Beta Code: ai)zho/s

English (LSJ)

lengthd. αἰζήϊος (q. v.), ὁ,

   A in full bodily strength, vigorous; in Hom. as Adj., ἀνέρι . . αἰζηῷ τε κρατερῷ τε Il.16.716, cf. 23.432; of a stout, lusty slave, τεσσερακονταέτης αἰ. Hes.Op.441, cf. Th.863:— freq. as Subst., Il.2.660, Od.12.440, Call.Jov.70, A.R.4.268, Nic.Al. 176, etc.; κταμένοις ἐπ' αἰζηοῖσι καυχᾶσθαι μέγα Cratin.95.

Greek (Liddell-Scott)

αἰζηός: ἐκτεταμ. αἰζήϊος, ὁ πλήρη ἔχων τὴν σωματικὴν ῥώμην, σφριγῶν, δραστήριος, παρ’ Ὁμήρ. ἐπὶ βασιλέων καὶ πολεμιστῶν καθόλου· περὶ τοῦ ἀδελφοῦ τῆς Ἑκάβης, Ἰλ. Π. 716· περὶ ῥωμαλέου καὶ ὀργῶντος δούλου· τεσσαρακονταετὴς αἰζηός, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 439· πρβλ. Θ. 863: - ὡς οὐσιαστ., πολεμιστής, Κρατῖνος ἐν «Λάκωσι», 1: - ἢ ἁπλῶς = ἀνήρ, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 268. Τὰ χωρία ταῦτα δεικνύουσιν ὅτι ἡ συνήθης ἑρμηνεία τῆς λέξεως = νέος, νεανικός, νεαρός, εἶναι ἀκατάλληλος, ἐκτὸς μέχρι τοῦ βαθμοῦ τοῦ ἐπιτρεπομένου εἰς τὰς ἀντιστοίχους Λατ. juvenis, junior (συνεκδοχικῶς δηλ.), ἴδε Γλάδστ. Ὅμ. 3, 41 κἑξ. (Ἡ παραγωγὴ τῆς λ. δὲν εἶναι εἰσέτι βεβαία· ἴδε Κουρτ. Ἑλλ. Ἐτυμ. σ. 615).

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj.
qui est dans la force de l’âge, fort, robuste ; subst. homme robuste.
Étymologie: DELG origine inconnue ; étym. pop. ant. ἀεί, ζῆν.

English (Autenrieth)

vigorous; with ἀνήρ, and as subst. (Od. 12.440); esp. pl., θαλεροί, ἀρηίθοοι αἰζηοί, ‘lusty,’ ‘doughty youths.’

Spanish (DGE)

-οῦ

• Alolema(s): dór. αἰζαός Hsch.; αἰζήϊος Il.17.520, Od.12.83, Hes.Sc.408
I que está en la flor de la vida, robusto, ἀνήρ Il.16.716, 23.432, Od.12.83
vigoroso pred. ὃν ... δονέων αἰζηὸς ἰάλλει volteando el cual (el disco) lo lanza vigoroso Nonn.D.37.438.
II subst. ὁ αἰ.
1 joven vigoroso, joven gener. en plu. ἀρηϊθόων αἰζηῶν Il.8.298, cf. 2.660, 3.26, 15.66, Hes.Th.863, Call.Iou.70, Fr.551, A.R.4.268, Nic.Al.176, ὅτ' αἰζηοὶ Δημήτερα κωλοτομεῦσι cuando los jóvenes abren la tierra (con el arado o la azada), Hom.Fr.15, irón. κταμένοις ἐπ' αἰζηοῖσι καυχᾶσθαι μέγα Cratin.102
en sg. τεσσαρακονταέτης αἰ. un hombre robusto de unos cuarenta años Hes.Op.441.
2 otro n. del mediodía Hsch.l.c.

• Etimología: Cf. 1 ἄζω o quizá rel. c. chipr. ὑϝαῖς ζᾶν.

Greek Monotonic

αἰζηός: εκτεταμ. τύπος αἰζήϊος, , δυνατός, ρωμαλέος, εύρωστος, σφριγηλός, γερός, σθεναρός, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

αἰζηός: I и αἰζήϊος, ου adj. m полный сил, крепкий, бодрый (ἀνήρ, κύνες Hom.).
II ὁ силач, удалец, молодец Hom., Hes.