ἀξιόκτητος
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
ον,
A worth getting, X.Cyr.5.2.10, Paus.1.9.5, Philostr.Ep.9; ἐς φιλίαν Aristid.Quint. 3.18.
German (Pape)
[Seite 269] erwerbens-, besitzenswerth, Xen. Cyr. 5, 2, 10; auch Sp.; μισθός, angemessener Preis.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιόκτητος: -ον, ὁ ἄξιος κτήσεως, ἄξιος νὰ γείνῃ κτῆμά τινος, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 10, Παυσ. 1. 9. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne d’être acquis ou possédé.
Étymologie: ἄξιος, κτάομαι.
Spanish (DGE)
-ον
digno de obtenerse, valioso θυγάτηρ X.Cyr.5.2.10, de unos terrenos, Paus.1.9.5, ἐς φιλίαν Aristid.Quint.118.26, cf. Philostr.Ep.9.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀξιόκτητος, -ον)
εκείνος που αξίζει ν' αποκτηθεί.
Greek Monotonic
ἀξιόκτητος: -ον (κτάομαι), άξιος προς απόκτηση, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιόκτητος: достойный обладания, замечательный (θυγάτηρ Xen.).