ἰλύς

From LSJ
Revision as of 22:01, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰλύς Medium diacritics: ἰλύς Low diacritics: ιλύς Capitals: ΙΛΥΣ
Transliteration A: ilýs Transliteration B: ilys Transliteration C: ilys Beta Code: i)lu/s

English (LSJ)

[ῑ], ύος, ἡ,

   A mud, slime, τεύχεα . . κείσεθ' ὑπ' ἰλύος κεκαλυμμένα Il.21.318, cf.IG12.94.20, 23, Zeno Stoic.1.29, Inscr.Délos 354.19, etc.; of alluvial soil, Hdt.2.7; ἰ. καὶ ψάμμος Hp.Aër.9.    2 dregs, sediment, Id.Mul.1.66; of wine, Arist.GA753a24, al.    3 impurity, αἵματος Gal.1.603, cf. 616; στέρνων Androm. ap. eund.14.35. [ἰλῡς -ῡν Choerob.in Theod.1.331; gen. ἰλῠος APl.4.230 (Leon.), A.R. 1.10, but ἰλῡος (metri gr. Hdn.Gr.2.117) Il. l.c.] (Cf. Russ. il, Polish it 'mud', 'potter's clay'.)

German (Pape)

[Seite 1251] ῦος, ἡ (mit ἴλλω, εἰλύω zusammenhangend), Schlamm, Koth, τεύχεα – νειόθι λίμνης κείσεθ' ὑπ' ἰλῖος (Wolf ἰλ ύος) κεκαλυμμένα Il. 21, 318, Her. 2, 7; Arist. gen. an. 3, 2 u. Sp. [Bei Leon. Tar. 39 (Plan. 230) ist in ἰλύος das υ kurz.]

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
limon, fange ; alluvion.
Étymologie: R. ἸλϜ, p. ϜιλϜ, ϜελϜ, rouler ; v. ἴλλω.

Spanish

lodo, fango

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰλύς, -ύος)
1. λάσπη τών θαλασσών, τών ποταμών και τών λιμνών
2. κατακάθι, καθίζημα
αρχ.
ακαθαρσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σχηματισμένη κατά το αχλύς «νέφος, καταχνιά», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ilu- «λάσπη-μαύρος» και αντιστοιχεί ακριβώς στο ρωσ. ilŭ, γεν. ila «λάσπη», λετονικό īls «πολύ σκοτεινός».
ΠΑΡ. ιλυώδης
αρχ.
ίλυμα, ιλυόεις.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ιλυοδόχη, ιλυόλουτρο].

Greek Monotonic

ἰλύς: [ῑ], -ύος, ἡ, λάσπη, βρωμιά, βόρβορος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. (στην Ομήρ. Ιλ. η δεύτερη συλλαβή της γεν. είναι μακρά εν άρσει, αλλά βραχεία εν θέσει).

Russian (Dvoretsky)

ἰλύς: II тж. εἰλύς, ύος adj. илистый, покрытый илистыми наносами (Αἴγυπτος Her.).
ύος (ῑλῡ) ἡ
1) ил, грязь, тина (ὕδατος ῥέοντος Arst.): ὑπ᾽ ἰλύος κεκαλυμμένος Hom. покрывшийся тиной; τὰ στόματα ἰλὺν πολλὴν λαμβάνοντα Plut. сильно занесенное илом устье (реки);
2) гуща, отстой, осадок (ὁ οἶνος μιγνυμένης τῆς ἰλύος Arst.).