λάπτω

From LSJ
Revision as of 23:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάπτω Medium diacritics: λάπτω Low diacritics: λάπτω Capitals: ΛΑΠΤΩ
Transliteration A: láptō Transliteration B: laptō Transliteration C: lapto Beta Code: la/ptw

English (LSJ)

fut. -ψω Il.16.161, (ἀπο-) Ar.Nu.811: aor.

   A ἔλαψα Epic. Alex.Adesp. 1.10, LXX Jd.7.5, (ἐξ-) Ar.Ach.1229: pf. λέλᾰφα Id.Fr. 598:—Med., fut. λάψομαι (ἐκ-) Id.Pax885: aor. ἐλαψάμην Pherecr. 95:—lap with the tongue, of wolves, λάψοντες γλώσσῃσιν . . μέλαν ὕδωρ Il.l.c., cf. LXX l.c., Plu.2.971a; πίνει τὰ καρχαρόδοντα λάπτοντα Arist.HA595a7; τῇ γλώττῃ λ. Ael.NA6.53; cf. κάπτω.    2 drink greedily, αἷμα λέλαφας Ar.Fr.l.c., cf. Epic.Alex.Adesp.l.c.; οἶνον Ath. 10.443e:—also in Med., λεπαστὴν λαψαμένοις gulp down, Pherecr. l.c.—In Ath.8.363a λαπάττειν shd. be restored for λάπτειν, unless it was an error of the writer, as in Eust.1413.3.

German (Pape)

[Seite 16] (VL. erkl. τῇ γλώττῃ πιεῖν), schlappen, mit hohler Zunge lecken u. saufen, wie Hunde u. Katzen, Arist. A. H. 8, 6 u. Ael. N. A. 6, 53; so von Wölfen, λάψοντες γλώσσῃσιν ὕδωρ, Il. 16, 161; vom Hunde, τὸ αἱμα λάπτουσι προθύμως, Plut. Sol. an. 16. – Uebh. gierig trinken, schlürfen, τὸ δ' αἱμα λέλαφας τοὐμόν, Ar. bei Ath. XI, 485 e, der es ἀθρόως πιεῖν erklärt, u. med., λεπαστήν, austrinken, XI, 485 a, aus Phereer.; Sp. sagten auch λάπτειν τινός. – Auch = λαπάζειν, ausleeren, soll es gebraucht sein, vgl. Ath. VIII, 363 a, wenn nicht mit Dindorf λαπάπτειν zu lesen ist.

Greek (Liddell-Scott)

λάπτω: μέλλ. ψω, Ἰλ., (ἀπο-) Ἀριστοφ. Νεφ. 811· ἀόρ. ἔλαψα Ποιητ. παρ’ Ἀπολλοδ. 3. 4, 4, (ἐξ-) Ἀριστοφ. Ἀχ. 1229· πρκμ. λέλᾰφα ὁ αὐτ. εἰς Ἀποσπ. 492. - Μέσ. (ἴδε κατωτ.)· μέλλ. λάψομαι (ἐκ-) ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 885· ἀόρ. ἐλαψάμην Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 17. (Ἐκ τῆς √ΛΑΠ παράγεται ὡσαύτως τὸ λάπτης· πρβλ. Λατ. lamb-o (παρεντιθεμένου τοῦ m), lab-rum, labium· Ἀρχ. Γερμ. lef-sa (χεῖλος)· λιθ. lùp-a (χεῖλος, lip)· - ἡ ῥίζα γίνεται ΛΑΦ ἐν τῷ λαφύσσω, πρβλ. Ἀρχ. Γερμ. laffan (Ἀγγλ. to lap).) Πίνω ὕδωρ διὰ τῆς γλώσσης, ἐπὶ λύκων, λάψοντες γλώσσῃσιν... μέλαν ὕδωρ Ἰλ. Π. 161· ἐπὶ κυνῶν, Καλλ. Ἀποσπ. 247, Πλούτ. 2. 971Α· πίνει τὰ καρχαρόδοντα λάπτοντα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6, 1· τῇ γλώσσῃ λ. Αἰλ. π. Ζ. 6. 53, πρβλ. κάπτω. 2) πίνω ἀπλήστως, πίνω, ῥοφῶ, αἷμα λέλαφας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 492· οἶνον Ἀθήν. 443Ε· καπνὸν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 23· - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ λεπαστὴν λαψάμενος, καταπίνω, Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 17. - Παρ’ Ἀθην. 363Α λαπάττειν διορθωτέον ἀντὶ λάπτειν, ἐκτὸς ἂν θεωρηθῇ ὡς σφάλμα τοῦ συγγραφέως, ὡς παρ’ Εὐστ. 1413. 3.

French (Bailly abrégé)

f. λάψω, ao. ἔλαψα, pf. λέλαφα;
lécher avec la langue, laper.
Étymologie: R. Λαπ, lécher ; cf. lat. labrum.

English (Autenrieth)

fut. part. λάψοντες: lap up with the tongue, Il. 16.161†.

Greek Monolingual

και λάφτω (Α λάπτω)
πίνω νερό με τη γλώσσα («λάψοντες γλώσσῃσιν... μέλαν ὕδωρ», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. πίνω με απληστία, ρουφώ («αἷμα λέλαφας», Αριστοφ.
2. μέσ. λάπτομαι
καταπίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητικός εκφραστικός τ. που συνδέεται με άλλους ΙΕ (πρβλ. αλβ. lap «καταπίνω, ρουφώ», που λέγεται για σκύλους και γάτες, πιθ. ρωσ. lopotŭ «καταπίνω», λιθουαν. lapenti «καταπίνω» [για χοίρους], αγγλοσαξ. lapian, λατ. lampo που εμφανίζει και έρρινο ένθημα). Επίσης έχουμε συγγενείς τ. με άηχο δασύ
πρβλ. αρμ. lap'em και λαφύσσω. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο μέλλ. λάψω και ο παρακμ. λέλαφα συνδέονται με λιθουαν. lakti και ρωσ. lokatĩ, υπόθεση που προϋποθέτει ύπαρξη χειλοϋπερωικού συμφώνου. Σ' αυτή την περίπτωση, ο τ. λάπτω θα πρέπει να είναι υστερογενής, άποψη πολύ πιθανή].

Greek Monotonic

λάπτω: (√ΛΑΠ), μέλ. λάψω, αόρ. ἔλαψα, παρακ. λέλᾰφα — Μέσ., μέλ. λάψομαι·
1. πίνω νερό με τη γλώσσα, λέγεται για λύκους, σε Ομήρ. Ιλ.
2. πίνω λαίμαργα, ρουφάω, πίνω μονορούφι, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

λάπτω: 1) лакать (γλώσσῃσιν ὕδωρ Hom.);
2) жадно пить, всасывать (αἷμα Arph.).