νεκρόω

From LSJ
Revision as of 00:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκρόω Medium diacritics: νεκρόω Low diacritics: νεκρόω Capitals: ΝΕΚΡΟΩ
Transliteration A: nekróō Transliteration B: nekroō Transliteration C: nekroo Beta Code: nekro/w

English (LSJ)

   A make dead, mortify, μόριόν τι Gal.11.265:—Pass., νενεκρῶσθαι τὸ μόριον Id.18(1).156: metaph., τὰ δόγματα . . δύναται νεκρωθῆναι M.Ant.7.2; οὐ ψυχὴ κυρίως, ἀλλὰ νενεκρωμένη τις Simp.in Ph. 1066.27; to be dead, νεκρωθείς IG14.1976; νενεκρωμένος, of the body of Abraham, Ep.Rom.4.19.    II metaph., mortify, νεκρώσατε τὰ μέλη Ep.Col.3.5.

German (Pape)

[Seite 238] todt machen, tödten; ἔστησε τὴν ἕξιν ἐκπαγεῖσαν καὶ νεκρωθεῖσαν, Plut. prim. frigid. 21; νεκρωθείς, Ep. ad. 724 (App. 313); oft im N. T.; auch übertr., abstumpfen, unbrauchbar machen.

Greek (Liddell-Scott)

νεκρόω: νεκρώνω, κάμνω τινὰ νεκρόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 8792, 9539. - Παθ., νεκρώνομαι, γίνομαι νεκρός, νεκρωθεὶς Ἀνθ. Π. παράρτ. 313. 5· νενεκρωμένος Ἐπιστ. π. Ρωμ. δ΄, 19. ΙΙ. ἀπονεκρώνω, νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν Ἐπιστ. π. Κολοσ. γ΄, 5· ν. ἑαυτὸν τῶν πραγμάτων Ἐφρ. Σύρ. 5. 225F· νεκρωθῆναι τῷ κόσμῳ αὐτόθι 549C.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 faire mourir ; Pass. mourir;
2 rendre comme mort, mortifier, paralyser.
Étymologie: νεκρός.

English (Strong)

from νεκρός; to deaden, i.e. (figuratively) to subdue: be dead, mortify.

English (Thayer)

νεκρῷ: 1st aorist imperative Νεκρώσατε; perfect passive participle νενεκρωμενος; to make dead (Vulg. and Latin Fathers mortifico), to put to death, slay: τινα, properly, Authol. app. 313,5; passive νενεκρωμενος, hyperbolically, worn out, of an impotent old Prayer of Manasseh , σῶμα νενεκρωμενος, to deprive of power, destroy the strength of: τά μέλη, i. e. the evil desire lurking in the members (of the body), τά δόγματα, Antoninus 7,2; τήν ἕξιν, Plutarch, de primo frig. 21; (ἄνθρωπος, of obduracy, Epictetus diss. 1,5, 7).)

Greek Monotonic

νεκρόω: μέλ. -ώσω,
I. νεκρώνω, φονεύω — Παθ., είμαι ή νεκρώνομαι· νεκρωθείς, σε Ανθ.· νενεκρωμένος, σε Καινή Διαθήκη
II. απονεκρώνω, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

νεκρόω: умерщвлять (τὰ μέλη ἑαυτοῦ NT); pass. омертвевать (σῶμα νενεκρωμένον NT). - см. тж. νεκρόομαι.