πέδον

From LSJ
Revision as of 01:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέδον Medium diacritics: πέδον Low diacritics: πέδον Capitals: ΠΕΔΟΝ
Transliteration A: pédon Transliteration B: pedon Transliteration C: pedon Beta Code: pe/don

English (LSJ)

τό, (πούς)

   A ground, earth, first in h.Cer.455 (πέδονδε is used in Hom.) : freq. in later Poetry, Pi.O.10.46, P.1.28, etc. ; χθονὸς π. A.Pr.1 ; γῆς π. Ar.Nu.573 (lyr.) ; π. κελεύθου στρωννύναι A.Ag. 909.    2 of a particular site, esp. of sacred ground (poet. and used only in sg.), Ζηνὸς εὐθαλὲς π., of Nemea, B.8.5 ; Κρισαῖον π. S. El.730 ; Αλοξίου π. A.Ch. 1036 ; Παλλάδος κλεινὸν π., i.e. the Acropolis, Ar.Pl.772 ; ἁγνὸν ἐς Θήβης π. Eub. 10, cf. 66 ; πέδον c. gen. loci periphr. for the place itself, Εὐρώπης π. A.Pr.734 ; Λήμνου. S.Ph. 1464 (anap.), etc.    3 with a Prep., νεύειν ἐς π. Id.Ant.441 ; πρὸς πέδῳ βαλεῖν, κεῖσθαι, A.Fr.183, S.OT180 (lyr.).    4 πέδῳ on the ground, to earth, h. Cer. 455 ; πεσόντος αἵματος π. A.Ch.48 (lyr.), cf. Eu.263 (lyr.), 479, S.El.747 ; ῥίπτειν πέδῳ E.IA39 (anap.), cf. Or. 1433, 1440 (both lyr.) ; πέδῳ σκήψασα A.Pr.749 ; πέδοι shd. perh. be read for πέδῳ in Trag., as also for πέδον in the phrases πέδον πατεῖν, πέδον πατεῖσθαι, A.Ag. 1357, Ch.643 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 541] τό, der Boden, Erdboden, das Land; τὸ κύκλῳ πέδον, Pind. Ol. 11, 48; ἐν Αἴτνας κορυφαῖς καὶ πέδῳ, P. 1, 28; Tragg. oft, πέδον κελεύθου στρωννύναι πετάσμασιν, Aesch. Ag. 883; ἰὸς ἐκ φρονημάτων πέδῳ πεσών, Eum. 457; auch πέδον πατεῖν, zu Boden treten, Ag. 1330, vgl. τὸ μὴ θέμις γὰρ οὐ λὰξ πέδον πατούμενον, Ch. 643, nieder in den Staub getreten; πίπτοντες πέδῳ, Soph. El. 737 (vgl. ῥίπτεις πέδῳ πεύκην Eur. I. A. 39); wie πεδίον zur Umschreibung gebraucht, πέρσαι τὸ Δαρδάνου πέδον, Phil. 69; vgl. Eur. Hel. 2. 57; auch die Ebene, Soph. El. 720 u. einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πέδον: -ου, τό, (ἴδε ποὺς) τὸ ἔδαφος, ἡ γῆ, πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 455 (πέδονδε ὅμως εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ.)· ἀκολούθως συχν. παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, ἀνθ’ οὗ παρὰ πεζογράφοις κεῖται πεδίον, καὶ ὁ μόνος ἐν χρήσει τύπος ἐν τῷ πληθ., ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Βάκχ. 585· χθονὸς π. Αἰσχύλ. Πρ. 1· κελεύθου στρωννύναι ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 909. 2) περὶ ἰδιαιτέρας τινὸς πεδιάδος (πρβλ. πεδίον Ι. 2), Κρισαῖον πέδον, παρὰ τοὺς Δελφούς, Σοφ. Ἠλ. 730· καλούμενον Λοξίου π. ὑπὸ τοῦ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 1036· ἐπὶ τῆς πεδιάδος τῆς Ἀττικῆς, Παλλάδος κλεινὸν π. Ἀριστοφ. Πλ. 772· ἁγνὸν ἐς Θήβης π. Εὔβουλος ἐν «Ἀντιόπῃ» 2, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Μυσοῖς» 1· καὶ πέδον μετὰ γεν. τόπου συχν. εὕρηται ὡς περίφρασις αὐτοῦ τοῦ ὀνόματος τοῦ τόπου, Εὐρώπης π. Αἰσχύλ. Πρ. 734· Λήμνου Σοφ. Φιλ. 1464, κτλ. 3) μετὰ προθ., νεύειν ἐς π. Σοφ. Ἀντ. 441· πρὸς πέδῳ βαλεῖν, κεῖσθαι Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 182, Σοφ. Ο. Τ. 180 - ἀκολούθως μόνον πέδῳ, πεσόντος αἵματος πέδῳ, κατὰ γῆς, εἰς τὸ ἔδαφος, Αἰσχύλ. Χο. 48 (πρβλ. Εὐμ. 263. 479), Σοφ. Ἠλ. 747· οὕτω, ῥίπτειν πέδῳ Εὐρ. Ι. Α. 39, πρβλ. Ὀρ. 1433, 1439· ἀλλὰ πιθαν. διορθωτέον πέδοι ἀντὶ πέδῳ ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις ὡς καὶ ἀντὶ τοῦ πέδον ἐν ταῖς φράσεσι, πέδον πατεῖν, πέδον πατεῖσθαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1357, Χο. 643· ἴδε Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Προμ. 749· - πρβλ. πεδόθεν, πέδονδε, πεδόσε.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
seul. sg.
1 sol, terre : πρὸς πέδῳ κεῖσθαι SOPH être étendu à terre ; πεσόντος αἵματος πέδῳ ESCHL le sang étant tombé à terre ; ῥίπτειν πέδῳ EUR jeter à terre;
2 terre, pays : Παλλάδος πέδον SOPH la plaine de Pallas, càd l’Attique ; Κρισαῖον πέδον SOPH ou Λοξίου πέδον ESCHL la plaine de Krisa ou d’Apollon Loxias, càd la plaine de Delphes ; contrée.
Étymologie: R. Πεδ, marcher ; cf. πούς, th. ποδ-.

English (Slater)

πέδον
   1 plain τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν (O. 10.46) οἶον Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις δέδεται κορυφαῖς καὶ πέδῳ (P. 1.28) ἢ πόντου κενέωσιν λτ;γτ; ἂμ πέδον (Pae. 9.16)

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. το έδαφος, η γη
2. (στη δοτ. ως επίρρ.) πέδῳ
στο έδαφος, καταγής
3. φρ. α) «Ζηνὸς εὐθαλὲς πέδον» — η Νεμέα
β) «Παλλάδος κλεινὸν πέδον» — η Αθήνα και ιδίως η Ακρόπολη
γ) «Λήμνου πέδον» — η Λήμνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέδον ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ped- «πόδι» (βλ. λ. πους) και έχει τη σημ. «αυτό πάνω στο οποίο τοποθετείται το πόδι, το έδαφος». Η λ. αντιστοιχεί με: αρχ. ινδ. pada- «βήμα, ίχνος», αβεστ. paδa-, χεττιτ. pedan «τόπος, θέση», αρμεν. het- «ίχνος βήματος», λιθουαν. peda, καθώς και με το σύνθ. λατ. op-pidum «πόλη, τόπος»].

Greek Monotonic

πέδον: -ου, τό (πούς
1. έδαφος, γη, σε Ομηρ. Ύμν., Αττ.· πέδῳ πεσεῖν, πέφτω πάνω στο έδαφος, στη γη, σε Αισχύλ.· ομοίως, ῥίπτειν πέδῳ, σε Ευρ.
2. = πεδίον, σε Σοφ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πέδον: τό (только sing.)
1) почва, земля (ῥίπτειν πέδῳ Eur.): χθονὸς τηλουρὸν π. Aesch. отдаленная часть земли;
2) равнина: Λοξίου π. Aesch. равнина Аполлона Локсия и Κρισαῖον π. Soph. Крисейская равнина, т. е. равнина Дельф;
3) страна, область, край (Εὐρώπης Aesch.; Λήμνου Soph.).