πολεύω

From LSJ
Revision as of 02:21, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεύω Medium diacritics: πολεύω Low diacritics: πολεύω Capitals: ΠΟΛΕΥΩ
Transliteration A: poleúō Transliteration B: poleuō Transliteration C: poleyo Beta Code: poleu/w

English (LSJ)

= sq.    I intr., turn or go about, κατὰ ἄστυ π. go about the city, i.e. live therein, Od.22.223; ὁ πολεύων, in Astrol., the planet presiding ouer a day, Serapio in Cat.Cod.Astr.1.99, PMag.Leid.W.5.47, Paul.Al.I.3; ὄψῃ τοὺς πολεύοντας ἀναβαίνοντας εἰς οὐρανὸν θεούς, ἄλλους δὲ καταβαίνοντας PMag.Par.1.545, cf. Iamb.Myst.3.30.    II trans., turn up the soil with the plough, γᾶν . . ἱππείῳ γένει π. S.Ant. 341 (lyr.).—Poet. and late Prose.

German (Pape)

[Seite 654] (vgl. πόλος u. πολέω), 1) sich herumdrehen, herumbewegen, κατὰ ἄστυ πολεύειν, d. i. sich in der Stadt aufhalten, daselbst leben, Od. 22, 223. – 2) trans., umwenden, z. B. γῆν, beim Pflügen, Soph. Ant. 342; – ψυχὴν πολεύειν, sein Leben führen, Eur., s. Valck. diatr. p. 246.

Greek (Liddell-Scott)

πολεύω: ὡς τὸ πολέω, Ι. ἀμεταβ., περιφέρομαι, Λατ. versari, κατὰ ἄστυ πολεύειν, περιφέρεσθαι ἀνὰ τὴν πόλιν, δηλ. ζῆν ἐν αὐτῇ, Ὀδ. Φ. 223· ― ὁ πολεύων, ὁ κυριεύων πλανήτης, Παυλ. Ἀλεξ. Ἀποτελ. σ. 10· οὕτως, οἱ π. θεοὶ μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰαμβλίχου. ΙΙ. μεταβ., ἀροτριῶ τὴν γῆν, ἀνασκάπτω, διὰ τοῦ ἀρότρου, γᾶν... ἱππείῳ γένει π. Σοφ. Ἀντ. 340· αὔλακα Ρήτορες (Walz) 1. 498· ― Μόνον παρὰ ποιηταῖς καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις.

French (Bailly abrégé)

1 tr. tourner, retourner (la terre avec la charrue) acc.;
2 intr. se mouvoir : κατὰ ἄστυ OD à travers une ville, càd y vivre.
Étymologie: πόλος.

English (Autenrieth)

move or live in, inf., Od. 22.223†.

Spanish

presidir el polo

Greek Monolingual

Α
1. περιφέρομαι, κινούμαι γύρω από κάτι («οὐδὲ θύγατρας οὐδ' ἄλοχον... Ἰθάκης κατά ἄστυ πολεύειν», Ομ. Οδ.)
2. σκάβω με άροτρο τη γη, οργώνω («Γᾱν... ἱππείῳ γένει πολεύων», Σοφ.)
3. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ πολεύων
ο πλανήτης που κυριαρχεί μια συγκεκριμένη μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πολεύω έχει παραχθεί ή από το ουσ. πόλος ή από την ετεροιωμένη βαθμίδα του πέλομαι + κατάλ. -εύω].

Greek Monotonic

πολεύω: όπως το πολέω, μόνο στον ενεστ.,
I. αμτβ., περιφέρομαι, Λατ. versari, κατὰ ἄστυ πολεύω, συχνάζω στην πόλη, δηλ. ζω εκεί, σε Ομήρ. Οδ.
II. μτβ., σκάβω τη γη με το άροτρο, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολεύω [πολέω] met acc. omwoelen:. γᾶν... ἱππείῳ γένει πολεύων de aarde omwoelend met paarden Soph. Ant. 341. intrans. rondlopen:. κατὰ ἄστυ πολεύειν zich in de stad ophouden Od. 22.223.

Russian (Dvoretsky)

πολεύω: 1) вращаться, т. е. пребывать, обитать Hom.;
2) выворачивать, т. е. взрывать, пахать (γᾶν Soph.).