ῥινός

From LSJ
Revision as of 03:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑνός Medium diacritics: ῥινός Low diacritics: ρινός Capitals: ΡΙΝΟΣ
Transliteration A: rhinós Transliteration B: rhinos Transliteration C: rinos Beta Code: r(ino/s

English (LSJ)

(v. sub fin.),

   A skin of a living person, Il.5.308, Od.5.426,435, etc.; rarely of a corpse, Od.14.134, Hes.Sc.152.    II hide of a beast, esp. ox-hide, Od.1.108, al.; also ῥ. πολιοῖο λύκοιο Il.10.334; ῥ. λέοντος Pi.I.5(6).37; not in Hom. of the skin of a live beast, but so used by Hes.Op.515, Sc.427; πωλικῆς ῥινοῦ E.Rh.784.    2 oxhide shield, σύν ῥ' ἔβαλον ῥινούς Il.4.447 (imitated by Ar.Pax 1274); cf. Il.16.636 and ῥινόν 2.    3 pl., thongs of boxing-gloves, A.R.2.58.    4 leather of a sling, AP7.172 (Antip. Sid.).—The gender is fem. in Il.7.248, 20.276, Od.22.278 (v.l.), Hes.Sc.152, E.l.c., Nic. Th.361, A.R.4.174; masc. in Nic.Al.476, Opp.C.3.277: cf. ῥινόν, τό. (ϝρῑνός, as shown by γρῖνος· δέρμα, Hsch., γρίντης· βυρσεύς, Id.: cf. ταλαύρινος.)

German (Pape)

[Seite 844] ὁ u. ἡ, 1) die Haut am Leibe des lebendigen Menschen, Il. 5, 308 Od. 5, 426. 14, 134. 22, 278; die Haut eines todten Menschen, Hes. Sc. 152; vgl. Ap. Rh. 2, 58; ῥινὸς καὶ ὀστέα, Haut u. Knochen, Jac. A. P. p. 746. – 2) die abgezogene Thierbaut, z. B. Wolfshaut, Wolfspelz, Il. 10, 334; ἐν ῥινῷ λέοντος, Pind. l. 5, 37; π ωλικῆς ῥινοῦ τρίχα, des lebenden Pferdes, Eur. Rhes. 784. – 3) die gegerbte Thierhaut, bes. Rindsleder, u. dah. der aus Rindsleder gemachte Schild, Il. 4, 447. 16, 636 (auch τὸ ῥινόν, Od. 5, 281); auch Ar. Pax 1240. – Bei Hom. ist das Genus nur Od. 22, 278, ἄκρην ῥινόν, zu erkennen; masc. ist es Nic. Th. 361 Al. 475, tem. Ap. Rh. 4, 174, wo die Lesart aber schwankt; Opp. Cyn. 3, 278; auch neutr., Odyss., s. oben, δοιῶν ῥινὰ κάπρων λάσια Damostrat. ep. (IX, 328).

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑνός: -οῦ, (ἴδε ἐν τέλ.) τὸ δέρμα ζῶντος ἀνθρώπου, Ἰλ. Ε. 308, Ὀδ. Ε. 426, 435, κτλ.· σπανίως τὸ δέρμα νεκροῦ, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 152· τὸ δέρμα ἀνθρώπου νομιζομένου νεκροῦ, Ὀδ. Ξ. 134· πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 746. ΙΙ. τὸ δέρμα ζῴου, μάλιστα δὲ τὸ τοῦ βοός, συχν. παρ’ Ὁμήρ.· ῥ. ἀγραύλου βοὸς Σοφ. Ἀποσπ. 122· ὡσαύτως, ῥ. πολιοῖο λύκοιο Ἰλ. Κ. 334· ῥ. λέοντος Πινδ. Ι. 5 (6). 53· παρ’ Ὁμήρῳ ἡ λέξις δὲν λαμβάνεται ἐπὶ τοῦ δέρματος ζῶντος ζῴου· γίνεται ὅμως τοῦτο παρ’ Ἡσιόδ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 513. Ἀσπ. Ἡρ. 427· οὕτω καί, πωλικῆς ῥινοῦ Εὐσ. Ρῆσ. 784. 2) ἀσπὶς ἐκ βοείου δέρματος, σύν ῥ’ ἔβαλον ῥινοὺς Ἰλ. Δ. 447 (ὅπερ μιμεῖται ὁ Ἀριστοφάνης ἐν Ὄρν. 1274)· πρβλ. Ἰλ. ΙΙ. 636, Ὀδ. Ε. 281. 3) πληθ., οἱ ἱμάντες τῶν πυκτῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 58. - Ἡ λέξις εἶναι γένους θηλ. ἐν Ἰλ. Η. 248, Ὀδ. Χ. 278, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 152, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Νικ. Θηρ. 361, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 174· ἀρσεν. δὲ ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 476, Ὀππ. Κυν. 3. 277· πρβλ. ρῑνόν, τό.

French (Bailly abrégé)

1οῦ (ἡ, postér. ὁ)
1 peau ; peau d’un homme vivant ou mort ou réputé mort, d’un animal vivant ou mort;
2 bouclier de cuir.
Étymologie: DELG *Ϝρινός, d’une R. *wri- « déchirer, arracher ».
2gén. de ῥίς.

English (Slater)

ῥῑνός
   1 hide τὸν μὲν ἐν ῥινῷ λέοντος στάντα Ἀμφιτρυωνιάδαν (I. 6.37)

Greek Monolingual

ἡ και ὁ, Α
1. το δέρμα ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ' ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ.
β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», Ομ. Οδ.)
2. (σπανίως) το δέρμα νεκρού («ῥινὸν δ' ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι», Ομ. Οδ.)
3. δέρμα από ζώο, δορά (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Οδ.
β. «ἤμενοι ἐν ῥινοῑσι βοῶν οὕς ἔκτανον αὐτοί», Ομ. Οδ.
γ. «ἐν ῥινῶ λέοντος», Πινδ.)
4. ασπίδα από δέρμα βοδιού («σὺν ρ' ἔβαλον ῥινούς», Ομ. Ιλ.)
5. το δέρμα πάνω στο οποίο τοποθετούσαν το βλήμα της σφενδόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥινός (< Fῥῑνός, με αρκτικό F-, όπως υποδηλώνουν το μυκηναϊκό wirino και οι τ. που παραδίδει ο Ησύχ. γρῖνος
δέρμα, γρίντης
βυρσεύς) ανάγεται πιθ. σε μια ΙΕ ρίζα wrī- με σημ. «σχίζω, χαράζω, τέμνω» (πρβλ. αγγλοσαξ. wrītan «χαράζω, γράφω», γερμ. reissen «σχίζω») με επίθημα -vo-s. Ξεκινώντας από τη ρίζα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η αρχική σημ. της λ. πρέπει να είναι «δέρμα που έχει σχιστεί και αφαιρεθεί από το ζώο» (πρβλ. δέρμα: δέρω)].

Greek Monotonic

ῥῑνός: -οῦ, ἡ,
I. δέρμα ζωντανού ανθρώπου, σε Όμηρ.
II. 1. δέρμα, τομάρι ζώου, ιδίως βοδιού, στον ίδ.
2. ασπίδα από δέρμα βοδιού, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ῥῑνός: I
1) кожа (ῥινὸν δηλήσατο χαλκός Hom.);
2) шкура (βοός Soph.; λέοντος Pind.);
3) щит из бычачьей шкуры: συμβλήμεναι ῥινούς Hom. столкнуться щитами.
II gen. к ῥίς.