διαιτητικός

From LSJ
Revision as of 06:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐαιτητικός Medium diacritics: διαιτητικός Low diacritics: διαιτητικός Capitals: ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diaitētikós Transliteration B: diaitētikos Transliteration C: diaititikos Beta Code: diaithtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for diet: ἡ δ. (sc. τέχνη) dietetics, Hp.Acut.(Sp.)54; τὸ δ. μέρος τῆς ἰατρικῆς Plb.12.25d.3, Gal.Thras. 33; also of persons, δ. ἰατρός ib.24.    II (δίαιτα IV) λόγος δ. critical discussion, Str.10.2.24.    III -κόν, τό, decision of an arbitrator, PLips.43.5 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 580] 1) zur Lebensweise, bes. zur Diät gehörig; ἡ διαιτητική, sc. τέχνη, die Lehre von der Lebensweise in medicinischer Hinsicht, Hippocr. – 2) schiedsrichterlich, λόγος Strab. X p. 461.

Greek (Liddell-Scott)

δῐαιτητικός: ή όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς δίαιταν, ἡ διαιτητικὴ (ἐνν. τέχνη), κανόνες περὶ ὑγιεινῆς διαίτης, Ἱππ. 405. 42. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς διαιτητήν· λόγος δ., κρίσις ὑπὸ διαιτητῶν, Στράβων 461.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 medic. dietético τὸ δ' ἑξῆς (μέρος τῆς ἰατρικῆς) δ. Plb.12.25d.3, δ. ἰατρός dietista, médico especializado en el régimen alimenticio Gal.5.846, Scrib.Larg.200
subst. ἡ δ. la dietética como una parte del tratamiento médico, Hp.Acut.(Sp.) 54, Scrib.Larg.200, D.L.3.85, Cael.Aur.TP 2.12.145, Cels.1 proem.9, tb. τὸ δ.: τρίτον ἄλλο μόριον ἰάσεως ... τὸ δ. Gal.5.869, Περὶ διαίτης ἢ διαιτητικόν tít. de una obra de Demócrito, D.L.9.48.
2 de arbitraje, arbitral νόμος IG 22.179a.8 (IV a.C.), λόγος δ. palabra mediadora Str.10.2.24
subst. τὸ δ. arbitraje, sentencia arbitral, PLips.43.5 (IV d.C.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διαιτητικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στη διαιτησία ή στον διαιτητή
2. ο σχετικός με τη δίαιτα («διαιτητική αγωγή»)
3. ο σχετικός με τη διατροφή («η διαιτητική του ανθρώπου»)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η διαιτητική
α) κλάδος της ιατρικής και της υγιεινής που ασχολείται με την προσαρμογή της διατροφής στις ειδικές ανάγκες τών ασθενών
β) ιατρικό σύγγραμμα σχετικό με τη δίαιτα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. διαιτητικόν
κρίση διαιτητή, απόφαση διαιτητή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαιτητικός -ή -όν [διαιτάω] dieet-.