κατοικέω

From LSJ
Revision as of 07:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικέω Medium diacritics: κατοικέω Low diacritics: κατοικέω Capitals: ΚΑΤΟΙΚΕΩ
Transliteration A: katoikéō Transliteration B: katoikeō Transliteration C: katoikeo Beta Code: katoike/w

English (LSJ)

   A settle in, colonize, πόλιν Hdt.7.164; γῆν E.Med.10; τοῖς κατοικεῖν ἐθέλουσι τὰν πόλιν Decr.Byz. ap. D.18.91: generally, inhabit, τόπους S.Ph.40; τὴν Ἀσίαν SIG557.17 (Magn. Mae., iii B.C.), etc.:— Pass., to be dwelt in or inhabited, opp. κατοικίζομαι (to be just founded), Arist.Pol.1266b2.    2 abs., settle, dwell, ζητοῦσα . . ποῦ κατοικοίης S.OC362; ἵνα χρὴ κατοικεῖν Ar.Av.153; ἐν δόμοις, ἐν ἄστεσι, E.Hel. 1651, Pl.Lg.666e, etc.; αὐτόθι Th.3.34; ἐν μοναρχίᾳ Isoc.1.36; ἐπὶ γῆς Apoc.3.10; esp. of non-citizens, Ἐφέσιοι καὶ οἱ -οῦντες SIG352.4 (Ephesus, iv B.C.). cf. 633.67 (Milet., ii B.C.):—pf. and plpf. Pass., to have been planted or settled, κατὰ κώμας Hdt.1.96, cf.2.102; κ.νῆσον, τὴν μεσόγειαν, Id.4.8, Th.1.120.    II administer, govern, οἱ τὰς πόλεις -οῦντες Phld.Rh.2.225 S.:—more freq. in Pass., κατῴκηνται καλῶς, of Athens, S.OC1004; ὀρθῶς κ., of Sparta, Pl.Lg.683a.    III intr. of cities, lie, be siluated, ἐν τοῖς πεδίοις ib.677c, cf. 682c: also c. acc. loci, τὰς τὴν Ἀσίαν κατοικούσας which are situated in... Isoc. 5.123.

German (Pape)

[Seite 1402] bewohnen; Οὔλυμπον Pind. N. 10, 84; ἀνὴρ κατοικεῖ τούσδε τοὺς τόπους Soph. Phil. 40; O. C. 365; sich ansiedeln, bes. nachdem man seinen früheren Wohnsitz verlassen hat, Κιθαιρῶνος λέπας νέρθεν κατῳκήκασιν Eur. Bacch. 751; Med. 10; ἵνα χρὴ κατοικεῖν Ar. Av. 153; πόλιν Her. 7, 164; οὐκ ἐν ἄστει κατῳκηκότων Plat. Legg. II, 666 e; Arist. u. Folgde. – Pass. sich ansiedeln, niederlassen, im perf. wohnen; Her. 4, 8. 116. 5, 49; οἱ γὰρ πολλοὶ αὐτῶν ἐνταῦθα κατῴκηντο Thuc. 5, 83, öfter. Auch von den gesetzlichen Einrichtungen und Ordnungen der Stadt, τὰς Ἀθήνας ὡς κατῴκηνται καλῶς Soph. O. C. 1008; Λακεδαίμονα ὑμεῖς ὀρθῶς ἔφατε κατοικεῖσθαι Plat. Legg. III, 683 a.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικέω: διαμένω ἔν τινι τόπῳ ὡς κάτοικος, τοποθετοῦμαι, καταλαμβάνω τόπον τινὰ εἰς ὃν ἔχω ἀποικισθῆ, τόπον Ἡρόδ. 7. 164, κτλ., Εὐρ. Μήδ. 10· τοῖς κατοικέειν ἐθέλουσιν τὰν πόλιν Ψήφισμα Βυζ. παρὰ Δημ. 256. 9· καθόλου, μένω, διατρίβω διαρκῶς, τόπον Σοφ. Φιλ. 40, Εὐρ. Βάκχ. 751, κτλ.― Παθ., κατοικοῦμαι, ἔχω κατοίκους, ἀπὸ πολλοῦ διάφορον τῷ κατοικίζομαι (ἤδη ἀποκτῶ κατοίκους), Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7, 3. 2) ἀπολ., τοποθετοῦμαι, ἐκλέγω τόπον διαμονῆς, ζητοῦσα… ποῦ κατοικοίης Σοφ. Ο. Κ. 362· ἵνα χρὴ κατοικεῖν Ἀριστοφ. Ὄρν. 153· ἐν δόμοις, ἐν ἄστει Εὐρ. Ἑλ. 1651, Πλάτ. Νόμ. 666Ε, κτλ.· αὐτόθι Θουκ. 3. 34· ἐν μοναρχίᾳ, = ζῶ, Ἰσοκρ. 10Β· ἐπὶ γῆς Καιν. Διαθ.·― οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ. καὶ ὑπερσυντ., ἱδρύομαι, ἔχω ἱδρυθῆ, κατοικῶ, Ἡρόδ. 1. 96., 2. 102., 4. 8· ὡς ἐνεργ., Θουκ. 1. 120. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ πολιτείας, διοικοῦμαι, κυβερνῶμαι, κατῳκηκέναι καλῶς, ἐπὶ τῶν Ἀθηνῶν, Σοφ. Ο. Κ. 1004· ὀρθῶς κ., ἐπὶ τῆς Σπάρτης, Πλάτ. Νόμ. 683Α. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ πόλεων, κεῖμαι, εὑρίσκομαι ἔν τινι θέσει, κατοικοῦσαι ἐν πεδίῳ αὐτόθι 677C, 682C· ἀλλ’ ὡσαύτως μετ’ αἰτιατ. τόπου, τὰς τὴν Ἀσίαν κατοικούσας, τὰς κειμένας ἐν…, Ἰσοκρ. 107Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. tr. 1 habiter comme colon, s’être établi dans, acc. ; Pass. être habité;
2 gouverner ; Pass. être gouverné, administré;
II. intr. fixer sa résidence, s’établir, habiter ; vivre : ἐν μοναρχίᾳ ISOCR dans une monarchie;
Moy. κατοικέομαι-οῦμαι;
1 intr. s’établir ; pf. habiter;
2 tr. occuper comme colon : πόλιν THC une ville.
Étymologie: κατά, οἰκέω.

Spanish

habitar, descansar, reposar confiado

English (Strong)

from κατά and οἰκέω; to house permanently, i.e. reside (literally or figuratively): dwell(-er), inhabitant(-ter).

English (Thayer)

(κατοικίζω) 1st aorist κατῴκισα; from Herodotus down; the Sept. for הושִׁיב; to cause to dwell, to send or bring into an abode; to give a dwelling to: metaphorically, τό πνεῦμα, ὁ κατῴκισεν ἐν ἡμῖν, i. e. the Spirit which he placed within us, to pervade and prompt us (see κατοικέω, 1b.), L T Tr WH.

Greek Monotonic

κατοικέω: μέλ. -ήσω,
I. διαμένω, διαβιώ ως κάτοικος, εγκαθίσταμαι, αποικώ, σε Ηρόδ., Ευρ.· γενικά, μένω, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως στον Παθ. παρακ. και υπερσ., έχω ιδρυθεί, κατοικώ, σε Ηρόδ.
II. στην Παθ. λέγεται για πολιτεία, διακυβερνώμαι, διοικούμαι, σε Σοφ., Πλάτ.
III.αμτβ., λέγεται για πόλεις, είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κατοικέω: тж. med.
1) населять, обитать (Οὔλυμπον Pind.; τούσδε τοὺς τόπους Soph.; ἐν ἄστει Plat.; τὸν ναόν, ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς NT);
2) селиться, заселять (πόλιν Ζάγκλην Her.; τήνδε γῆν Κορινθίαν, Κιθαιρῶνος λέπας Eur.; εἰς πόλιν NT; med. κατὰ κώμας Her.): οἱ παρὰ τὴν Ἐροθρὴν θάλασσαν κατοικήμενοι Her. жители берегов Эритрепского моря;
3) помещаться, находиться, быть расположенным (ἐν πεδίοις Plat.);
4) pass. быть управляемым: κατῳκηκέναι καλῶς Soph. жить по образцовым законам.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοικέω [κάτοικος] Ion. perf. κατοίκημαι met acc. bewonen:; οὐδ ’ ἄν... κατῴκει τὴνδε γῆν zij zou niet in dit land wonen Eur. Med. 10; οἱ κατοικοῦντες τὴν γῆν de bewoners van de aarde NT Apoc. 17.2; liggen in:. τὰς πόλεις τὰς τὴν Ασίαν κατοικούσας de steden die zich in Azië bevinden Isocr. 5.123. intrans. wonen:; ἐν δόμοις in een paleis Eur. Hel. 1651; ἐπὶ τῆς γῆς op aarde NT Apoc. 3.10; overdr. leven, wonen:; κατοικῆσαι τὸν Χριστὸν ἐν καρδίαις ὑμῶν zodat... Christus kan gaan wonen in uw hart NT Eph. 3.17; gelegen zijn, zich bevinden:. ἐν τοῖς πεδίοις in de vlakten Plat. Lg. 677e. pass. bewoond zijn:; αἱ κατοικούμεναι ( πόλεις ) de reeds bewoonde steden Aristot. Pol. 1266b2; perf. wonen:; ὑπὸ δενδρέῳ δὲ ἕκαστος κατοίκηται ieder woont onder een boom Hdt. 4.23.4; geregeerd worden:. τὰς Ἀθήνας, ὡς κατῴκηνται καλῶς hoe goed Athene bestuurd wordt Soph. OC 1004.