περαιτέρω

From LSJ
Revision as of 07:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source

French (Bailly abrégé)

adv. au Cp.
1 plus loin ; fig. davantage : οὐδὲν ὅ τι ξυνέβη καὶ ἔτι περαιτέρω THC il arriva ce qui arrive d’ordinaire et même encore davantage ; avec un gén. au delà de;
2 abs. plus loin qu’il ne faut, trop loin.
Étymologie: περαῖος.

English (Thayer)

(πέραν) Ionic and epic περην, adv, from Homer down; the Sept. for עֵבֶר; beyond, on the other side;
a. τό πέραν, the region beyond, the opposite shore: Winer's Grammar, § 54,6): πέραν τῆς θαλάσσης, πέραν τοῦ Ιορδάνου, L T Tr WH); over, beyond) τό πέραν τῆς θαλάσσης, τοῦ Ιορδάνου, R G); τῆς λίμνης, τοῦ ποταμοῦ, Xenophon, an. 3,5, 2). (See Sophocles, Lexicon, under the word.)

Greek Monolingual

ΝΑ
επίρρ. (ως τοπ. και χρον.) πιο μακριά, πέρα από ένα σημείο τοπικό ή χρονικό
νεοελλ.
1. (με αρθρ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περαιτέρω
όσα θα ακολουθήσουν, τα επόμενα, τα εφεξής («τα περαιτέρω θα τά μάθεις αργότερα»)
2. φρ. «το μη περαιτέρω» — το έσχατο όριο, το απροχώρητο («η ανοχή του έφτασε στο μη περαιτέρω»)
αρχ.
φρ. «περαιτέρω [τοῡ δέοντος] πεπραγμένα» — πράξεις που ξεπερνούν το πρέπον και το ορθό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός του επιρρ. πέρα, σχηματισμένος από το επίθ. περαῖος (πρβλ. παλαιός: παλαίτερος)].

Russian (Dvoretsky)

περαιτέρω: и περαίτερον adv.
1) дальше, более: ἓν οἶδα κοὐ π. Eur. я (это) одно знаю и не больше; π. τοῦ δέοντος Plat. дольше, чем нужно;
2) слишком, чрезмерно (π. πεπραγμένον Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περαιτέρω, [πέρα] adv., verder: overdr.:; ἕν οἶδα κοὐ περαιτέρω één ding weet ik en verder niets Eur. IT 247; δεινὰ πράγματ ’ ἐστὶ καὶ περαιτέρω het zijn verschrikkelijke dingen en nog erger Aristoph. Th. 705; met gen. comp.: περαιτέρω τοῦ μετρίου buiten proportie Xen. Mem. 3.13.5.