ἐγκονέω
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
English (LSJ)
A to be quick and active, esp. in service, Hom., only part. pres., with another Verb, ἐπεὶ στόρεσαν λέχος ἐγκονέουσαι in haste, Od.7.340, Il.24.648, cf. Critias Fr.16 D.: later also in imper., ἐγκόνει make haste! S.Aj.988, Ar.Ach.1088; also ἐγκονῶμεν S.Aj.811; ἐγκονεῖτε Id.Tr.1255, E.HF521; οὐ θᾶττον ἐγκονήσεις; Ar.Av.1324: c. acc. cogn., κέλευθον ἥνπερ ἦλθες ἐγκόνει πάλιν hasten back the way by which thou camest, A.Pr.962: c. inf., Opp.H.4.103, Q.S.1.157. —Rare in Prose, Luc.Anach.4. 2 urge on, incite, κυσίν AP6.268 (Mnasalc., s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 709] 1) eilen, geschwind sein, στόρεσαν λέχος ἐγκονέουσαι, sie bereiteten eilends das Lager, Il. 24, 648; Od. 7, 340. 23, 291; ἐγκόνει, σύγκαμνε, Soph. Ai. 967, Schol. σπεῦδε, vgl. Tr. 1245; σπεύδωμεν, ἐγκονῶμεν, Eur. Hec. 511; Ar. Plut. 255 u. öfter; sp. D. c. inf., Opp. Hal. 4, 103; selten in Prosa, wie Luc. gymnas. 4. – 2) trans., beeilen, κέλευθον, Aesch. Prom. 964; φθόρον, Tzetz. A. H. 79.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκονέω: σπεύδω, πράττω τι μετὰ σπουδῆς, κυρίως ἐπὶ θεραπόντων, Ὅμ., ὅστις μεταχειρίζεται μόνον τὴν μετοχ. ἐνεστ. μεθ’ ἑτέρου ῥήματος (πρβλ. ποιπνύω), ἐπεὶ στόρεσαν λέχος ἐγκονέουσαι, ἐν σπουδῇ, σπεύδουσαι, Ὀδ. Η. 340., Ψ. 291, Ἰλ. Ω. 648: ― βραδύτερον, τὸ πλεῖστον κατὰ προστ., ἐγκόνει, σπεῦδε, «κάμε γρήγορα», Σοφ. Αἴ. 988, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1088· χωρῶμεν, ἐγκονῶμεν Σοφ. Αἴ. 811· ἐγκονεῖτε Τραχ. 1255, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 521· οὕτως, οὐ θᾶττον ἐγκονήσεις; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1324: ― μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., κέλευθον ἥνπερ ἦλθες ἐγκόνει πάλιν, σπεῦσον ὀπίσω δι’ ἧς ἦλθες ὁδοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 962: ― μετ’ ἀπαρ., Ὀππ. Ἁλ. 4. 103. ― Σπάν. παρὰ πεζογράφοις, Λουκ. Ἀνάχ. ἢ π. Γυμνασ. 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire diligence, se hâter, s’empresser : κέλευθον ESCHL faire un trajet en hâte.
Étymologie: ἐν, κονέω.
English (Autenrieth)
be busy, only pres. part., στόρεσαν λέχος ἐγκονέουσαι, ‘in haste,’ Il. 24.648, Od. 7.340, Od. 23.291.
Spanish (DGE)
• Morfología: [formas no contr. ἐγκονέο- Od.7.340, A.R.2.812, AP 6.268 (Mnasalc.), Opp.H.4.103; impf. ép. ἐγκονέεσκον Euph.38c.16, Q.S.7.326]
I intr.
1 apresurarse, ser diligente o solícito en part. pred. στόρεσαν πυκινὸν λέχος ἐγκονέουσαι Od.l.c., 23.291, cf. Il.24.648, ἐπὶ νῆα κατήισαν ἐγκονέοντες bajaron sin tardanza a la nave A.R.l.c., cf. Opp.H.5.199, C.4.414, en imperat. o subj. voluntativo ἀλλ' ἐγκόνει Ar.Ach.1088, ἄγ' ἐγκονεῖτε S.Tr.1255, ἀλλ' ἐγκονῶμεν Ar.V.240, Ec.489, frec. yuxtapuesto a otro verbo χωρῶμεν, ἐγκονῶμεν S.Ai.811, cf. 988, E.Hec.507, HF 521, Ar.Pl.255, o coordinado con él σπεύδωμεν ... καὶ ἐγκονῶμεν Them.Or.5.71a, tb. en fut. οὐ θᾶττον ἐγκονήσεις; Ar.Au.1324, en ind. pres. Opp.H.5.121, C.4.207, y en part. τὴν δ' αἶψα πόδες φέρον ἐγκονέουσαν sus pies la llevaban rápidamente en su apresuramiento A.R.4.66, βαίνεις ... ἐγκονέουσα κυσίν marchas presurosa con los perros Ártemis AP l.c.
•c. inf. apresurarse a δολιχὸν τέλος ἐγκονέουσιν ἐξανύσαι se apresuran a terminar su larga carrera Opp.H.4.103, νέεσθαι Q.S.1.157.
2 moverse velozmente δελφῖνες πηγοῖο δ[ι' ὕδ] ατος ἐγκονέεσκον Euph.l.c., πόδες δέ οἱ ἐγκονέεσκον Q.S.l.c., πάντες ἐγκονοῦσι para hacer ejercicios de calentamiento, Luc.Anach.4.
3 encaminarse apresuradamente c. ac. local σὺ δὲ κέλευθον ἥνπερ ἦλθες ἐγκόνει πάλιν A.Pr.962
•c. adv. δέρκομαι ... τινα δεῦρ' ἐγκονοῦντα Critias Fr.Trag.1.2.
II tr.
1 apresurar, acelerar ὑπ' ἀφραδίῃσιν ἑὸν μόρον ἐγκονέοντες acelerando su propia muerte por sus insensateces Opp.H.4.436.
2 emprender diligentemente θήρης πόνον Opp.H.5.428.
3 estar impaciente o ansioso de o por en part. pred. φύλοπιν ἐγκονέουσαι ἀλλήλας ὤτρυνον Q.S.1.444, cf. 4.412, 512
•c. inf. ποσὶ γαῖαν ἐπέκτυπον ἐγκονέοντες ἐκθορέειν golpeaban la tierra con los cascos, ansiosos por saltar Q.S.4.549.
• Etimología: Quizá deriv. de ἐγκόνος (cf. ἐγκονίς), éste a su vez comp. de ἐν y la r. de lat. conor etc., cf. διάκονος.
Greek Monotonic
ἐγκονέω: μέλ. -ήσω, είμαι γρήγορος και δραστήριος, σπεύδω, επισπεύδω, επιταχύνω, σε Όμηρ., Σοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκονέω: спешить, торопиться Soph., Eur., Arph., Anth.: στόρεσαν λέχος ἐγκονέουσαι Hom. (служанки) быстро приготовили постель; κέλευθον, ἥνπερ ἦλθες, ἐγκόνει πάλιν Aesch. вернись поскорее путем, которым ты пришел; ἄλλοι ἀλλαχόθι πάντες ἐγκονοῦσι Luc. все торопятся, кто куда.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: hurry, be quick and active in service (Il.).
Dialectal forms: Myc. perhaps here kasikono.
Derivatives: ἐγκονητί adv. quickly (Pi.), ἐγκονίς servant (Suid.). Beside ἐγκονέω stands διακονέω (with διάκονος, s. v.); further perh. ἀγκονέω hurry in Ar. Lys. 1311; from which ἀγκόνους διακόνους, δούλους H. Only in H. κόνει σπεῦδε, τρέχε and κονεῖν ἐπείγεσθαι, ἐνεργεῖν with κονηταί θεράποντες. Note κοναρόν ... δραστήριον and κοναρώτερον δραστικώτερον H.
Origin: IE [Indo-European] [564] *ken- do actively
Etymology: Uncertain ἀ-κονιτί (Olympia, Th.); cf. on κόνις. Iterative-intensive verb, which formally compares to Lat. cōnor, cōnārī exert onself, try like e. g. ποτέομαι to πωτάομαι (Schwyzer 719) and which can be cognate. - Pokorny 564 further compares a Celtic group, e. g. MWelsh. digoni make, Welsh. dichon, digon can.