κοττίς
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dor. for κεφαλή, Poll.2.29, Phot.
A s.v. προκότταν:— in Hp. written κοτίς, occiput, Morb.2.20, cf. Erot.Fr.56, Gal.19.113.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
nom de la tête en dorien.
Étymologie: DELG terme familier obscur.
Greek Monolingual
κοττίς, δωρ. τ. κοτίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. κεφαλή
2. παρεγκεφαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. κοττίς καθώς και η συγγενής λ. κόττος «πετεινός, κύβος» συνδέονται πιθ. με τις λ. κότταβος και κοτύλη, οπότε ανάγονται στην ετεροιωμένη βαθμίδα κοτ- της ΙΕ ρίζας ket- «λάκκος, δωμάτιο», ενώ το διπλό -ττ- οφείλεται μάλλον σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Κατ' άλλη άποψη, οι λ. αυτές (κοττίς, κότταβος, κοτύλη) ανάγονται σε ένα προϊνδοευρωπ. ισπανο-καυκασικό γλωσσ. υπόστρωμα. Η αρχική σημ. τών λ. είναι «κοιλότητα» και απ' αυτήν προήλθαν οι σημασίες «δοχείο» και «κεφαλή», θ. κοττ- της λ. κοττίς εμφανίζουν τα ανθρωπωνύμια Κοττάς, Κοττίς, κότταλος, -άλη, κότταρος, Κόττος, Κοττώ].
Frisk Etymological English
Meaning: hairdress with long hair on the forehead (Poll., H., Phot.).
Other forms: -ίδος f. Dor. for κεφαλή (Poll., H., Phot.); also κοτίς (Hp.), = ἰνίον, παρεγκεφαλίς (Gal.), τῆς κεφαλῆς ἡ κορυφή (Erot.).
Compounds: As 2. member in προκοττίς ἡ χαίτη H. and προκόττα f. (dor.)
Derivatives: κόττικοι αἱ περικεφαλαῖαι; κοττάρια τὰ ἄκρα τῆς κέγχρου H. - Beside it κόττος = κύβος (Cod. Just.), κοττός (κόττος) ὄρνις. καὶ οἱ ἀλεκτρυόνες κοττοὶ διὰ τὸν ἐπὶ τῃ̃ κεφαλῃ̃ λόφον (cf. NGr. κόττα chicken); κοττοβολεῖν τὸ παρατηρεῖν τινα ὄρνιν H. On κόττος as name of a river-fish (Arist. HA 534a 1) s. Strömberg Fischnamen 119 (after the cock). - PN Κοττίς, Κότταλος, -άλη (Herod.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Connection with κοτύλη bowl, dish is a guess. For a basic *κοτϜ-ίς (Scheftelowitz BB 28, 146) there is no support; rather in this popular diminut. an expressive gemination. - Acc. to Hubschmid Romance Philology 6, 190ff. these words (incl. κοτύλη) come from a pre-IE. hispano-caucasian language-group and have in Iberoromance, in Basque and elsewhere several cognates; orig. meaning concave or convex rounding, from where vessel (> head), also hill, head etc. Unhappily most concrete objects can be brought under such a denominator. - Here acc. to Hubschmid also κότταβος as orig. vessel-name. - Diff. on κόττος Mann Lang. 28, 35. - Fur. 362 connects κοτ(τ) ίς, (προ)κόττα with σκύτη κεφαλή H.(?); the geminate would point to Pre-Greek..