κῦδος

From LSJ
Revision as of 02:55, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῦδος Medium diacritics: κῦδος Low diacritics: κύδος Capitals: ΚΥΔΟΣ
Transliteration A: kŷdos Transliteration B: kydos Transliteration C: kydos Beta Code: ku=dos

English (LSJ)

εος, τό,

   A glory, renown, esp. in war, ὡς ἄν μοι τιμὴν . . καὶ κ. ἄρηαι Il.16.84; ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ κ. ὀπηδεῖ 17.251; Ἕκτορι κ. ὄπαζεν (sc. Ἀπόλλων) 16.730; ὁπποτέροισι πατὴρ Ζεὺς κ. ὀρέξῃ 5.33; κ. ἀρέσθαι to win glory, 12.407, etc.; κύδεϊ γαίων 1.405, 5.906; of a person, μέγα κ. Ἀχαιῶν glory of the Achaeans, of Odysseus, 9.673, Od.12.184; of Nestor, Il.14.42, Od.3.79.—Ep. word, also in Alc.Supp.23.13, Hdt.7.8.ά, Democr.215, Pi.P.2.89, al., A.Th.317 (lyr.), Pers.455 (not in S. or E.); in a mock-heroic line, Ar.Eq.200; never in Att. Prose.

German (Pape)

[Seite 1524] τό, Ruhm, Ehre, bes. Kriegsruhm; ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ κῦδος ὀπηδεῖ Il. 17, 251, öfter; μάρνασθ', ὁπποτέροισι πατὴρ Ζεὺς κῦδος ὀρέξει 5, 33, wie κῦδος ὀπάζειν 17, 630; ἐγγυαλίζειν, 15, 491; προτιάπτειν, 24, 110; ἠράμεθα μέγα κῦδος, ἐπέφνομεν Ἕκτορα δῖον 22, 393, u. öfter κῦδος ἀρέσθαι, Ruhm für sich in dem Kampfe davontragen; auch = körperliche Ueberlegenheit, die den Siegesruhm begründet, κύδεϊ γαίων, seiner Kraft sich freuend, im Hochgefühle seiner Macht, von Zeus, von Briareos, 1, 405, von Ares 5, 906; μέγα κῦδος Ἀχαιῶν, großer Ruhm, Zierde u. Stolz der Achäer, vom Nestor, 14, 42, vom Odysseus, Od. 12, 184, öfter. Auch übh. Gelingen, Gedeihen, preiswürdiger Erfolg, denn Tüchtigkeit u. Gelingen erwirbt Ruhm, vgl. Nitzsch zu Od. 3, 57. – Ruhm, Siegesruhm ist es bei Pind., ἔδωκεν μέγα κ. P. 2, 89, vgl. I. 1, 50 ὃς ἀμφ' ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν, u. bei Aesch., ὡς γὰρ θεὸς ἔδωκε ναῶν κῦδος Ἕλλησιν μάχης Pers. 447, ἄροισθε κῦδος πολίταις Spt. 299. – Nach Schol. Ap. Rh. 1, 1337 ὁ κῦδος = λοιδορία παρὰ Συρακοσίοις, u. so VLL.; vgl. Zenob. 4, 70, der auch bemerkt, daß die erste Sylbe davon kurz sei. Vgl. κυδάζω.

Greek (Liddell-Scott)

κῦδος: -εος, τό, δόξα, φήμη, μάλιστα ἐν πολέμῳ, ὡς ἄν μοι τιμήν... καὶ κῦδος ἄρηαι Ἰλ. Π. 84· ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ κῦδος ὀπηδεῖ Ρ. 251· Ἕκτορι κῦδος ὄπαζεν (δηλ. ὁ Ζεὺς) Π. 730· ὁπποτέροισι πατὴρ Ζεὺς κῦδος ὀρέξει 5. 33· ἀλλὰ συνήθως ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὴν φράσιν, κῦδος ἀρέσθαι, κτᾶσθαι δόξαν, Μ. 407, κτλ.· κύδεϊ γαίων, ἐπὶ τοῦ Βριάρεω, Α. 405, κτλ.· ἐπὶ τοῦ Ἄρεως, Ε. 906· ἐν χρήσει καὶ ὅταν τις ἀποτείνῃ τὸν λόγον πρός τινα, ὡς τιμητικὸν ἐπίθετον, μέγα κῦδος Ἀχαιῶν, μεγάλη δόξα τῶν Ἀχ., ὡς τὸ Λατ. decus, ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Ι. 673, Ὀδ. Μ. 184· ἐπὶ τοῦ Νέστορος, Ἰλ. Ξ. 42, Ὀδ. Γ. 79. ― Ἐπικ. λέξ. ἀπαντῶσα καὶ παρ’ Ἡροδ. 7. 8, 1, Πινδ. Π. 2. 165, κ. ἀλλ.· ἐν χρήσει παρὰ μόνῳ τῷ Αἰσχύλῳ ἐκ τῶν Τραγ. ἐν Θήβ. 317, Πέρσ. 455· ἐν παρῳδουμένῳ ἡρωϊκῷ στίχῳ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 200· οὐδέποτε ἐν τῷ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 gloire, renommée, particul. gloire militaire;
2 sujet de gloire;
3 ce qui donne de la gloire, force extraordinaire : κύδεϊ γαίων IL fier de sa force si vantée.
Étymologie: DELG vieux mot qui exprime la force rayonnante des dieux ; cf. v.sl. čudo « miracle, merveille ».

English (Autenrieth)

εος: glory, majesty, might; of persons, in address, μέγα κῦδος Ἀχαιῶν, ‘pride of the Greeks,’ Nestor and Odysseus, Il. 10.87, Od. 9.673.

English (Slater)

κῡδος (only in acc. κῦδος)
   1 prestige, renown cf. Fränkel, D & P, 88̆{14}. ἑτέροισι δὲ κῦδος ἀγήραον παρέδωκ (sc. θεός) (P. 2.52) ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος (“Macht,” Schadewaldt, 330̆{1}) (P. 2.89) (πάρφασις) ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν (N. 8.34) εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος (N. 9.47) esp., acquired in games, θυμὸς ὀτρύνει φάμεν Ἐμμενίδαις Θήρωνί τ' ἐλθεῖν εὐίππων διδόντων Τυνδαριδᾶν (O. 3.39) κῦδος ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ (O. 4.11) τὶν δὲ κῦδος ἁβρὸν νικάσας ἀνέθηκε (O. 5.7) εἰ δ' ἐγὼ Μελησία ἐξ ἀγενείων κῦδος ἀνέδραμον ὕμνῳ (O. 8.54) Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν (ἀντὶ τοῦ ἐν ἀνδράσι) (O. 9.88) στεφάνους καλλίνικον πατρίδι κῦδος (I. 1.12) ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν (I. 1.50) c. gen., κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας in horseracing (P. 4.66)

Greek Monotonic

κῦδος: -εος, τό, δόξα, φήμη, ιδίως στον πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για μεμονωμένο πρόσωπο, κῦδος Ἀχαιῶν, η δόξα των Αχαιών όπως το Λατ. decus, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κῦδος -ους, τό, zonder contr. -εος, poët., stralendheid, (krachtige) uitstraling, schittering ( m. n. in de oorlog):; κύδεϊ γαίων trots op zijn uitstraling Il. 1.405; Ἀπόλλων... Τρωσὶν καὶ Ἕκτορι κῦδος ὄπαζεν Apollo liet de Trojanen en Hector schitteren Il. 16.73; δίκης κῦδος de stralendheid van rechtvaardigheid Democr. B 215; van personen ster:. Ὀδυσεῦ, μέγα κῦδος Ἀχαιῶν Odysseus, grote ster van de Grieken Il. 19.673.

Russian (Dvoretsky)

κῦδος: εος τό слава, честь (τιμὴ καὶ κ. Hom.): κ. ὀπάζειν, ἐγγυαλίζειν или προτιάπτειν Hom. приносить славу, прославлять; μέγα κ. Ἀχαιῶν Hom. (Нестор - ) слава ахейцев; κ. ἀρέσθαι Hom. стяжать славу; κύδεϊ γαίων Hom. гордый (своей) славой.

Frisk Etymological English

-εος
Grammatical information: n.
Meaning: fame, honour, glory, renown (Il.; Trümpy Fachausdrücke 196 ff.; also Greindl RhM 89, 220).
Compounds: Often as 2. member, e.g. ἐπι-κυδής famous (Il.); very often PN, e.g. Φερε-κύδης, Κυδό-νικος (Bechtel Hist. Personennamen 269f.)
Derivatives: Further with regular ι-, ρ-, ν-change: 1. κυδι-άνειρα f. conventional epithet, prop. "with renowned men', in which partake renowned men (μάχη, after it ἀγορά, Il.; Schwyzer 447, 474; Sommer Nominalkomp. 181); with -ι- further κύδιμος famous (Hes., h. Merc., Pi.; Schwyzer 494f.). κυδιάω boast, be proud (Il., Hes. Sc., h. Cer [only ptc κυδιόων etc.], h. Hom. 30, 13 [κυδιόωσι], A. R., Q. S. [κυδιάασκον]), cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 359. - 2. κυδρ-ός famous (Il.) with κυδρότερος (Xenoph., B.) beside the primary κύδιστος (Il.; Seiler Steigerungsformen 76), κύδιον (E.); also κυδέστερος (Plb.) and κυδίστατος (Nic. Th. 3, voc. -τε for Il. κύδιστε). Late denomin. κυδρόομαι boast (Ael., Polyaen.). - 3. κυδαίνω, aor. κυδῆναι honour, glorify (Il.), also κυδάνω glorify, boast (Il.; Chantraine Gramm. hom. 1,315); cf. also κυδνός = κυδρός (vv. ll. in Hes., IG 14, 2117) with sec. suffix-change. Here also κυδάλιμος = κυδρός (Il.), cross of *κυδαλέος and κύδιμος? (Arbenz Die Adj. auf -ιμος 27); κυδήεις, Dor. -άεις (AP, Man., Epid.; late analogical formation, cf. Schwyzer 527, Thieme Studien 71 n. 3); ὑπερ-κύδας ptc., only -αντα(ς) boasting (Il.); prob. analogical, s. Schwyzer 526 n. 5, Schwyzer-Debrunner 518 n. 8, Risch 23 n. 189. Also the Demos-name Κυδαντίδαι? (Wackernagel Glotta 14, 54 = Kl. Schr. 2, 862).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [587] *keuH- hear, observe
Etymology: With κῦδος is connected since Bezzenberger BB 27, 145 a Slavic word for wonder, e.g. OCS, Russ. čúdo, gen. -ese, SCr. čȕdo, with the assumption of an ablaut *keuHdos- : *kuHdos > *kūdos- (s. Porzig Gliederung 170). The Slavic noun is derived with d-suffix from a verb learn, understand, hear, e.g. OCS čujǫ, čuti (with which also κοέω, s. v.); so čudo, κῦδος prop. "what was heard" like κλέος from ἔκλυον. Details in Pok. 587f., Vasmer Wb. s. čúdo and čúju, W.-Hofmann s. caveō. (Diff. on κῦδος Persson Beitr. 1, 188 n. 2: as "Ruf" to κυδάζω). DELG doubts. - (On κυδρός a "gewagte Vermutung" in Wackernagel Berl. Sb. 1918, 411 (= Kl. Schr. 1, 330): to (Iran.) Σύδροι, people in Arachosia (prop. *"the famous one"), from where Skt. śūdrá- member of the 4th caste; cf. W.-Debrunner Aind. Gramm. 2 : 2, 853 f.; cf. also Thieme KZ 69, 173 f. Mayrhofer refers to KEWA III 364f. and 798.)