κλοπή

From LSJ
Revision as of 05:20, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλοπή Medium diacritics: κλοπή Low diacritics: κλοπή Capitals: ΚΛΟΠΗ
Transliteration A: klopḗ Transliteration B: klopē Transliteration C: klopi Beta Code: kloph/

English (LSJ)

ἡ, (κλέπτω)

   A theft, ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκη A.Ag.534: pl., ib.402 (lyr.), E.Hel.1175; κλοπῆς δίκη Pl.Prt.322a; ἱερῶν κλοπῆς δυοῖν ταλάντοιν γεγραμμένος Antipho 2.1.6, cf. Ar.Eq.444, Pl.Euthphr.5d (pl.); κλοπῆς ὀφλεῖν And.1.74; ἐπὶ κλοπῇ χρημάτων ἀποκτείνειν Lys.30.25; κ. τῶν θησαυρῶν PAmh.2.79.63 (ii A.D.) ; σκεῦος . . ἐκφέρειν ἐκ τοῦ ἱεροῦ ἐπὶ κλοπήν SIG997.5 (Smyrna); κλοπῆς ἐν ταῖς εὐθύναις ἑάλωκεν D.24.112, cf. Arist.Ath.54.2, Plu.Per.32; opp. ἁρπαγή, Pl.Lg. 941b.    2 of authors, plagiarism, Porph. ap. Eus.PE10.3.    II secret act or transaction, fraud, κλέπτουσα μύθοις κλοπάς E.HF100; πράγματος μεγάλου κ. Aeschin.2.57; κλοπῇ by stealth or fraud, S.Ph. 1025, E.Ion1254; ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι, i.e. to steal away, S.Aj. 246 (lyr.).    III in warfare, surprise, X.An.4.6.14.

German (Pape)

[Seite 1456] ἡ, der Diebstahl, im Ggstz von ἁρπαγή, Plat. Legg. XII, 941 b u. A.; vgl. Aesch. ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην, Ag. 534; im plur., κλοπαῖσι γυναικός, durch den Raub des Weibes, 391, wie Eur. κλοπαῖς θηρώμενος Ἑλένην Hel. 1176; ἐπεὶ κλοπὰς σὰς ἐκ δόμων ἐδέξατο, das Geraubte, die Helena, ib. 1691; übh. heimlicher Trugu. List, κλοπῇ τε κἀνάγκῃ ζυγείς Soph. Phil. 1014; ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι Ai. 243, heimlich fliehen, wie κλοπῇ δ' ἀφῖγμαι διαφυγοῦσα πολεμίους Eur. Ion 1254; κλέπτειν μύθοις κλοπάς, durch Reden täuschen, Herc. f. 100.

Greek (Liddell-Scott)

κλοπή: ἡ, (κλέπτω) κοινῶς «κλεψιά», Λατ. furtum, Αἰσχύλ. Ἀγ. 534· ἐν τῷ πληθυντ., ὁ αὐτόθι 403, Εὐρ. Ἑλ. 1175· κλοπῆς δίκη, καταγγελία ἐπὶ κλοπῇ καὶ δίκη, Πλάτ. Πρωτ. 322Α· κλοπῆς γράφεσθαι (δηλ. γραφὴν) Ἀντιφῶν 115. 25, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 444· κλοπῆς ὀφλεῖν Ἀνδοκ. 10. 20· ἐπὶ κλοπῇ χρημάτων ἀποκτείνειν Λυσ. 185. 34· ἱερῶν κλοπαί, ἱεροσυλίαι, Πλάτ. Εὐθύφρων 5D· ― κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ θρασύτερον ἁρπαγὴ ἢ λῃστεία, Πλάτ. Νόμ. 941Β, Δημ. 735. 11, πρβλ. Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἐπὶ συγγραφέων, ἡ ἰδιοποίησις ξένων ἰδεῶν, Πορφύρ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 465D. ΙΙ. μυστικὴ πρᾶξις, ἀπάτη, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 100, Αἰσχίν. 35. 25· κλοπῇ, λαθραίως ἢ δι’ ἀπάτης, Σοφ. Φιλ. 1025, Εὐρ. Ἴων 1254· ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι = φυγὴν ἀρέσθαι, φυγεῖν μετὰ λαθραίας ταχύτητος ποδῶν, Σοφ. Αἴ. 245. ΙΙΙ. ἡ ἐξ ἀπροσδοκήτου λαθραία κατάληψις στρατιωτικῆς θέσεως (κλέπτω IV. 2), Ξεν. Ἀν. 4. 6, 14.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 vol, larcin, rapt d’une femme;
2 p. ext. toute action furtive ou clandestine ; ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι SOPH prendre secrètement la fuite ; ruse, dissimulation, fourberie ; surprise d’un poste militaire.
Étymologie: R. Κλεφ, cacher.

English (Strong)

from κλέπτω; stealing: theft.

English (Thayer)

κλοπῆς, ἡ (κλέπτω), theft: plural (cf. Buttmann, 77 (67); Winer's Grammar, 176 (166)), Aeschylus down.)

Greek Monolingual

η (AM κλοπή) κλέπτω
1. αφαίρεση και ιδιοποίηση κινητού πράγματος χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη (α. «θεωρήθηκε αμέσως ύποπτος για την κλοπή τών κοσμημάτων» β. «κλοπή μὲν χρημάτων ἀνελεύθερον, ἁρπαγὴ δὲ ἀναίσχυντον», Πλάτ.
γ. «πολλούς... ἐπὶ κλοπῇ χρημάτων ἀπεκτείνατε», Λυσ.)
2. σφετερισμός ή ιδιοποίηση ξένων ιδεών (α. «τον κατηγορούν για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας» β. «περὶ τῆς τοῡ Σοφοκλέους κλοπῆς πραγματείαν», Πορφ.)
μσν.
απαγωγή για δραπέτευση
αρχ.
1. μυστική ή κρυφή ενέργεια που γίνεται μέ δόλο και απάτη («κλέπτουσα μύθοις ἀθλίους κλοπάς», Ευρ.)
2. αιφνιδιαστική πολεμική επίθεση ή κατάληψη («ἀτὰρ τί ἐγώ περί κλοπῆς συμβάλλομαι;», Ξεν.)
3. φρ. «κλοπῆς γραφή»
(αττ. δίκ.) διαδικασία που κινούνταν εναντίον εκείνου ο οποίος είχε συλληφθεί για κλοπή.

Greek Monotonic

κλοπή: ἡ (κλέπ-τω),
I. κλοπή, κλεψιά, Λατ. furtum, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. μυστική πράξη, απάτη, σε Ευρ., Αισχίν.· κλοπῇ, λαθραία ή μέσω απάτης, σε Σοφ.· ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι, δηλ. να φύγει μακριά με κρυφή ταχύτητα στα πόδια, στον ίδ.
III. απροσδόκητη λαθραία κατάληψη στρατιωτικής θέσης, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κλοπή: дор. κλοπά
1) воровство, кража, хищение (ἁρπαγή τε καὶ κ. Aesch.): κλοπῆς δίκην ὀφλεῖν Aesch., Plat. быть наказанным за кражу; ἐπὶ κλοπῇ χρημάτων ἀποκτείνειν Lys. быть казненным за хищение (общественных) денег; ἱερῶν κλοπαί Plat. ограбление храмов; κλοπαὶ γυναικός Aesch. похищение (чужой) жены;
2) обман, хитрость: ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι Soph. тайно бежать; κλοπῇ ἀφῖγμαι Eur. я тайно пришла сюда; κλέπτειν μύθοις κλοπάς Eur. обманывать речами;
3) военная хитрость, тайное нападение, засада Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλοπή -ῆς, ἡ, Dor. κλοπά [κλέπτω] diefstal, roof:. κλοπῆς δίκη straf voor de roof Plat. Prot. 322a. list, bedrog:. κλοπῇ τε κἀνάγκῃ ζυγείς gedwongen door bedrog en dwang Soph. Ph. 1025; κλοπῇ δ ’ ἀφῖγμαι ik ben hier heimelijk gekomen Eur. Ion 1254; τί ἐγὼ περὶ κλοπῆς συμβάλλομαι; waarom geef ik raad over een heimelijke actie? Xen. An. 4.6.14.

Frisk Etymological English

Meaning: theft etc.
See also: s. κλέπτω.