μήνιμα

From LSJ
Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήνῑμα Medium diacritics: μήνιμα Low diacritics: μήνιμα Capitals: ΜΗΝΙΜΑ
Transliteration A: mḗnima Transliteration B: mēnima Transliteration C: minima Beta Code: mh/nima

English (LSJ)

ατος, τό,

   A cause of wrath, μή τοί τι θεῶν μ. γένωμαι Il.22.358, Od.11.73; παλαιῶν Ἄρεος ἐκ μηνιμάτων E.Ph.934, cf. Trag.Adesp.in PLit.Lond.79.    2 guilt, esp. blood-guiltiness, παλαιὰ μ. guilt that cleaves to a family from the sins of their forefathers, Pl.Phdr.244d, cf. Hierocl.in CA11p.445M.; μ. τῶν ἀλιτηρίων προστρίβεσθαί τινι Antipho 4.2.8.    II wrath, Ach. Tat.5.27: in pl., ib.25; μηνίματα τῆς γῆς Philostr.VA6.11, cf.41.

German (Pape)

[Seite 174] τό, Ursache, Veranlassung des Zornes; μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι, Il. 22, 358 Od. 11, 73, daß ich dir nicht Ursache des Götterzorns werde. – Der Zorn, Groll, Κάδμου παλαιῶν Ἄρεος ἐκ μηνιμάτων, Eur. Phoen. 941; παλαιῶν ἐκ μηνιμάτων, Plat. Phaedr. 244 d; einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μήνῑμα: τό, (μηνίω) αἰτία ὀργῆς, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι, «μήπως τῆς ἐκ θεῶν βλάβης αἴτιός σοι καταστῶ» (Σχόλ.), Ἰλ. Χ. 358, Ὀδ. Λ. 73· οὕτως ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Φοίν. 934. 2) ἐνοχή, ἰδίως αἵματος, δηλ. φόνου ἐνοχή, Λατ. scelus piaculare, παλαιὰ μηνίματα, ἡ ἐνοχή, ἥτις παραμένει εἴς τινα οἰκογένειαν ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν τῶν προγόνων αὐτῆς, Πλάτ. Φαῖδρ. 244D· μ. τῶν ἀλιτηρίων προστρίβεσθαί τινι Ἀντιφῶν 127. 1· πρβλ. Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 941, Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 637. ΙΙ. ἔκρηξις ὀργῆς, Jac. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 826.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 cause de colère ou de ressentiment, offense grave;
2 ressentiment, courroux.
Étymologie: μηνίω.

Greek Monolingual

μήνιμα, τὸ (Α) μηνίω
1. αφορμή έντονης οργής, αιτία θυμού («μὴ τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι», Ομ. Ιλ.)
2. ενοχή, ιδίως για φόνο
3. έκρηξη, ξέσπασμα οργής.

Greek Monotonic

μήνῑμα: -ατος, τό (μηνίω),·
1. το αίτιο της οργής, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι, (φοβάμαι) μήπως είμαι η αιτία που προκάλεσε την οργή (των θεών) πάνω σου, σε Όμηρ.
2. ενοχή, τύψη για το αίμα που έχει χύσει κάποιος, δηλ. για τη διάπραξη φόνου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μήνῑμα: ατος τό1) причина гнева (μὴ τοί τι θεῶν μ. γένωμαι Hom.);
2) pl. (тж. μ. δαιμόνιον Plut.; преимущ. pl.) (божий) гнев, негодование богов (παλαιῶν Ἄρεος ἐκ μηνιμάτων Eur.): τὰ δημόσια τῶν πόλεων μηνίματα Plut. обрушившийся на города божий гнев.