συνεπεισπίπτω

From LSJ
Revision as of 11:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπεισπίπτω Medium diacritics: συνεπεισπίπτω Low diacritics: συνεπεισπίπτω Capitals: ΣΥΝΕΠΕΙΣΠΙΠΤΩ
Transliteration A: synepeispíptō Transliteration B: synepeispiptō Transliteration C: synepeispipto Beta Code: sunepeispi/ptw

English (LSJ)

   A rush in upon together, εἰς πόλιν ἅμα τινί Plu.Fab.17.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπεισπίπτω: ἐφορμῶ, ἐπιπίπτω ὁμοῦ, εἰς πόλιν ἅμα τινὶ Πλουτ. Φάβ. 17, πρβλ. Κοριολ. 8.

French (Bailly abrégé)

faire ensemble irruption.
Étymologie: σύν, ἐπεισπίπτω.

Greek Monolingual

Α
εφορμώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («συνεπεισπεσεῑν ἅμα τῇ φυγῇ τῶν πολεμίων εἰς τὴν πόλιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεισπίπτω «εισβάλλω, ορμώ»].

Greek Monotonic

συνεπεισπίπτω: εφορμώ ξαφνικά εναντίον από κοινού, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπεισπίπτω: вместе врываться, совместно вторгаться (εἰς πόλιν ἅμα τινί Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επεισπίπτω tegelijk met (...) binnenvallen in, met ἅμα + dat. en εἰς + acc.

Middle Liddell


to rush in upon together, Plut.