Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατοπτρίζω

From LSJ
Revision as of 12:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοπτρίζω Medium diacritics: κατοπτρίζω Low diacritics: κατοπτρίζω Capitals: ΚΑΤΟΠΤΡΙΖΩ
Transliteration A: katoptrízō Transliteration B: katoptrizō Transliteration C: katoptrizo Beta Code: katoptri/zw

English (LSJ)

   A show as in a mirror or by reflexion, τοῦ-ίζοντος [τὴν ἶριν] ἀστέρος Placit.3.5.11:—Pass., to be mirrored, Anon.Oxy.1609.19.    II Med., look into a mirror, behold oneself in it, Zeno Stoic.1.66, S.E.P.1.48, Ath.15.687c, etc.    2 behold as in a mirror, ἰδέαν Ph.1.107; δόξαν Κυρίου 2 Ep.Cor.3.18 (but here perh.reflect).

German (Pape)

[Seite 1404] zurückspiegeln, κατοπτρίζων ὁ ἥλιος τὴν ἶριν Plut. plac. philos. 3, 5. – Med. sich im Spiegel besehen, sich spiegeln; Ath. XV, 687 c; D. L. 3, 39 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατοπτρίζω: δεικνύω ὡς ἐν κατόπτρῳ ἢ δι’ ἀνακλάσεως ἀπεικονίζω, παριστῶ, ὁ ἥλιος κ. τὴν ἶριν Πλούτ. 2. 894D. ΙΙ. Μέσ., θεωρῶ εἰς κάτοπτρον, ἐμβλέπω καὶ παρατηρῶ ἐμαυτόν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 48· μύρῳ ἀλειφομένην καὶ κατοπτριζομένην Ἀθήν. 687C, κτλ.·― οὕτως ἐν Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. γ΄, 18, κατοπτριζόμενοι τὴν δόξαν, δύναται νὰ σημαίνῃ: θεωροῦντες ὡς ἐν κατόπτρῳ, ἀλλὰ κάλλιον ἁρμόζει πρὸς τὴν συνέχειαν τοῦ λόγου νὰ ἑρμηνεύσωμεν: ἀντανακλῶντες τὴν δόξαν.

French (Bailly abrégé)

montrer comme dans un miroir, acc..
Étymologie: κάτοπτρον.

English (Thayer)

(κάτοπτρον a mirror), to show in a mirror, to make to reflect, to mirror: κατοπτριζων ὁ ἥλιος τήν ἰριν, Plutarch, mor., p. 894f. (i. e. de plac. philos. 3,5, 11). Middle present κατοπτρίζομαι; to look at oneself in a mirror (Artemidorus Daldianus, oneir. 2,7; Athen. 15, p. 687c.; (Diogenes Laërtius 2,33; (7,17)); to behold for oneself as in a mirror (Winer s Grammar, 254 (238); Buttmann, 193 f (167)): τήν δόξαν τοῦ κυρίου, the glory of Christ (which we behold in the gospel as in a mirror from which it is reflected), Philo, alleg. leg. iii., § 33 μηδέ κατοπτρισαιμην ἐν ἄλλῳ τίνι

Greek Monolingual

(ΑΜ κατοπτρίζω) κάτοπτρον
1. εμφανίζω την εικόνα ενός αντικειμένου σαν σε κάτοπτρο, απεικονίζω πιστά («καταντικρὺ δὲ τοῡ κατοπτρίζοντος αὐτὸ ἀστέρος», Πλούτ.)
2. (το μέσ.) κατοπτρίζομαι
κοιτάζω τον εαυτό μου στο κάτοπτρο, καθρεφτίζομαι
νεοελλ.
(για στιλπνή επιφάνεια) σχηματίζω το είδωλο κάποιου με ανάκλαση τών ακτίνων που πέφτουν πάνω μου, καθρεφτίζω
μσν.-αρχ.
βλέπω κάτι σαν σε κάτοπτρο («τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τὴν αὐτὴν εἰκόνα μεταμορφούμεθα», ΚΔ).

Greek Monotonic

κατοπτρίζω: μέλ. -σω, δείχνω, αντανακλώ όπως σε καθρέφτη — Μέσ., κατοπτριζόμενοι τὴν δόξαν, κοιτάζοντάς την σε καθρέφτη ή καλύτερα αντανακλώνοντας την οι ίδιοι σαν καθρέφτης, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

κατοπτρίζω:
1) показывать как в зеркале, отражать (τι Plut.);
2) med. глядеться в зеркало или отражаться в зеркале Sext.;
3) видеть как бы в зеркале (τὴν δόξαν κυρίου NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοπτρίζω [κάτοπτρον] med. weerspiegelen.