βρέτας

From LSJ
Revision as of 12:56, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρέτας Medium diacritics: βρέτας Low diacritics: βρέτας Capitals: ΒΡΕΤΑΣ
Transliteration A: brétas Transliteration B: bretas Transliteration C: vretas Beta Code: bre/tas

English (LSJ)

τό, gen. βρέτεος, dat.

   A βρέτει A.Eu.259 (lyr.): pl., nom. and acc. βρέτεα Id.Supp.463, but βρέτη Id.Th.95 (lyr.), 185, etc.; gen. βρετέων ib.97 (lyr.), Supp.429 (lyr.); Ep. dat. βρετάεσσιν Nic. Fr.74.68:—wooden image of a god, A.Eu.80, al., E.Alc.974 (lyr.), Ar.Eq.31, etc.; of a man, IG7.118 (Megara): in Prose, Str.8.7.2, Jul.Or.1.29d.    2 mere image, of a blockhead, Anaxandr.11.

German (Pape)

[Seite 463] εος, τό, hölzernes Götterbild, Aesch. Spt. 94; Eur. Phoen. 1256 u. öfter; Ar. Equ. Bei Sp. auch in Prosa, Strab. – Nach B. A. 85 = ὁ ἀναίσθητος, aus Anaxandrid., vgl. E. M. 213, 6.

Greek (Liddell-Scott)

βρέτας: τό, γεν. βρέτεος· πληθ., ὀν. καὶ αἰτ. βρέτεα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 463, ἀλλὰ βρέτη Θήβ. 95, 185, κτλ.· γεν. βρετέων ὁ αὐτ. 97, Ἱκέτ. 430· Ἐπ. δοτ. βρετάεσσιν Νίκανδ. παρ’ Ἀθην. 684D· ‒ ξύλινον ὁμοίωμα θεοῦ, ξόανον, ὁ αὐτ. Εὐμ. 80, 242, 258, 409, Εὐρ. Ἀλκ. 974, Ἀριστοφ. Ἱππ. 31, κτλ.· ἀνθρώπου, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 958· ‒ παρὰ πεζοῖς, Στράβ. 3 2) παρ’ Ἀναξανδρ. Διδ. 1, ἁπλῆ εἰκών, μόνον ὁμοίωμα «ξόανον», δηλ. ἀναίσθητος, βλάξ.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
pl. τὰ βρέτη;
statue de bois, idole grossière.
Étymologie: DELG t. médit. sans étym.

Spanish (DGE)

τό

• Morfología: [dat. βρέτει A.Eu.259; plu. nom. y ac. βρέτεα A.Supp.463, pero βρέτη A.Th.95; gen. βρετέων A.Supp.429; ép. dat. βρετάεσσιν Nic.Fr.74.68]
1 imagen, estatua de dioses, A.Eu.80, ll.cc., β. θεᾶς E.Alc.974, ἅγιον ... βρέτας Ar.Lys.262, cf. S.Fr.10c.8, Ar.Eq.31, Heraclid.Pont.46a, Call.Fr.196.29, Nic.l.c., Iul.Or.1.29d, Nonn.D.44.45
de hombres muertos IG 7.118 (Mégara II d.C.), IUrb.Rom.175 (III d.C.), IEphesos 1319 (IV d.C.).
2 fig. mera imagen, zoquete Anaxandr.11, EM 213.6G.

• Etimología: Gener. se admite un término mediterráneo sin etim. La palabra está en alemán Brett ‘tabla’.

Greek Monolingual

βρέτας, το (Α)
1. ξύλινο ομοίωμα θεών, ξόανο
2. ξύλινος ανδριάντας
3. (για άνθρωπο) κούτσουρο, βλάκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. μεσογειακής προελεύσεως. Η άποψη κατά την οποία βρέτας < bheredh- «κόβω», bhrdho- «ξύλο», και εκείνη κατά την οποία βρέτας < bhretom δεν γίνονται αποδεκτές, γιατί το -τ- παραμένει ανερμήνευτο].

Greek Monotonic

βρέτας: τό, γεν. βρέτεος, πληθ. ονομ. και αιτ. βρέτεα, συνηρ. βρέτη, γεν. βρετέων, το ξύλινο ομοίωμα του θεού, σε Αισχύλ., Ευρ., Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

βρέτας: εος τό деревянный идол, истукан Aesch., Eur., Arph., Plut.

Frisk Etymological English

-εος
Grammatical information: n.
Meaning: wooden image of a god (A.).
Derivatives: PN Βρέτων (Attika), Bechtel, Namenstudien 13f.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: DELG suggests that the word is Dorian. Equivalent to ξόανον. No etym. Prob. Pre-Gr. S. Benveniste, Rev. de phil. 58 (1932)128f.

Middle Liddell

[deriv. uncertain]
a wooden image of a god, Aesch., Eur., Ar.