ὀβολός
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
ὁ,
A obol, used both as a weight and coin, at Athens, = 1/6 of a δραχμή, rather more than three halfpence, IG12.140.5, al., freq. in Ar., Nu.118, al. ; πολὺ or μικρὸν τοῦ ὀ. a thing of which you get much or little for an obol, i. e. worthless or valuable, Antiph.135, Eup.185, cf. Ar.Eq.945 ; ἐν τοῖν δυοῖν ὀβολοῖν θεωρεῖν 'to sit in the cheap seats', D.18.28. II as a weight, Gal.13.295, etc. (ὀβολός, ὀβελός, ὀβελλός, ὀδελός are different dialect forms of a word for 'spit' or 'nail', nails being used in early times as money, six of them making a handful (δραχμή), cf. Plu.Lys.17.)
German (Pape)
[Seite 289] ὁ, der Obol, eine Münze, = 6 χαλκοῦς, der sechste Theil einer δραχμή, etwa 1 Silbergr.; Ar. Nubb. 119; ἡλιαστικός, der Richtersold, 853; Thuc. 5, 47 u. Folgde überall. Uebh. kleine Münze, Scheidemünze, D. C. 59, 6. – Nach Arist. bei Poll. 9, 77 u. E. M. war anfangs ὀβολός = ὀβελός, s. oben ὀβελίσκος; wahrscheinlich waren spitze Stückchen Eisen oder Kupfer die ursprüngliche Münze, deren 6 die Hand füllten, δραχμή.
Greek (Liddell-Scott)
ὀβολός: ὁ, ἐν χρήσει ἐν Ἀθήναις ὡς βάρος καὶ ὡς νόμισμα = 1/6 τῆς δραχμῆς, ὀλίγῳ πλέον τῶν 15 σημερινῶν λεπτῶν, συχνὸν παρ’ Ἀριστοφ., κτλ.· πολὺ ἢ μικρὸν τοῦ ὀβολοῦ, πρᾶγμα τοῦ ὁποίου λαμβάνει τις πολὺ ἢ ὀλίγον ἀντὶ ἑνὸς ὀβολοῦ, δηλ. ἀσήμαντον ἢ πολύτιμον, Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 3. 76· ἀλλ’ ἐν τοῖν δυοῖν ὀβολοῖν ἐθεώρουν ἄν, θὰ ἐθεώρουν ἐκ τοῦ μέρους δι’ ὃ πληρώνει τις δύο ὀβολούς, Δημ. 234. 23, πρβλ. Böckh P. E. 1. 240. - Ὁ ὀβολὸς ἐδηλοῦτο διὰ τοῦ Ο, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569 τὸ ἥμισυ δὲ ὀβολοῦ διὰ τοῦ (ἢ τοῦ), ἢ διὰ τοῦ Η (δηλ. ἡμιωβόλιον), αὐτόθι, ἴδε Böckh σ. 744. 2) ὡσαύτως Κερκυραϊκόν τι νόμισμα, Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 2, σ. 15. - Ὁ Πλούτ., ἐν Λυσ. 17, λέγει ὅτι τὸ πάλαι μακροὶ ἧλοι (ὀβελοὶ) ἐχρησίμευον ὡς νομίσματα ὡν ἓξ ἀπετέλουν μίαν δράκα ἤτοι φοῦκταν (δραχμήν), καὶ ὅτι τὸ ὄνομα μετεβλήθη εἰς ὀβολός· ὁ ἰσχυρισμὸς οὗτος ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τοῦ τύπου πεμπώβολον (ὅστις βεβαίως γίνεται ἐκ τοῦ ὀβελός). Ἀλλ’ ἴδε llussey Anc. W. καὶ Μ. σ. 182.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
obole :
1 monnaie athénienne valant ⅙ de la drachme attique et pesant 72 centigrammes;
2 mesure athénienne équivalente à ⅙ d’un chénice.
Étymologie: ὀβελός.
Greek Monolingual
ο (Α ὀβολός και ὀβελ[λ]ός και ὀδελός)
προδρομική μορφή του νομίσματος που χρησιμοποιήθηκε κατά τους αρχαϊκούς χρόνους, που διατήρησε όμως την ονομασία και τη σχέση του με τη δραχμή κατά τους κλασικούς χρόνους και μέχρι το τέλος της αρχαιότητας και ισοδυναμούσε με το 1/6 της αττικής δραχμής
νεοελλ.
1. χάλκινο κέρμα που είχε αξία πέντε λεπτών, πεντάλεπτο, πεντάρα
2. μτφ. ελάχιστο χρηματικό ποσό, ασήμαντη συνεισφορά («δεν αξίζει ούτε οβολό»)
3. (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος βραχιονοπόδων που έζησαν κατά το κάμβριο σε αβαθή θαλάσσια νερά
4. φρ. α) «προσφέρετε τον οβολό σας» — δώστε ό,τι έχετε ευχαρίστηση
β) «οβολός της χήρας» — συνδρομή ελάχιστη μεν, που προσφέρεται όμως με όλη την καρδιά
αρχ.
1. κερκυραϊκό νόμισμα
2. μονάδα βάρους της αρχαίας Αθήνας
3. φρ. α) «πολὺ τοῡ ὀβολοῡ» ή «μικρὸν τοῡ ὀβολοῡ» — ασήμαντο ή πολύτιμο πράγμα
β) «ἐν τοῑν δυοῑν ὀβολοῑν θεωρεῑν» — το να παρακολουθεί κανείς παράσταση έργου από θέση για την οποία καταβάλλονται δύο οβολοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οβελός].
Greek Monotonic
ὀβολός: ὁ, ένας οβολός, ως μονάδα μέτρησης βάρους· ως νομισματική μονάδα, το 1/6 της δραχμῆς, σε Αριστοφ.· ἐν δυοῖν ὀβολοῖν θεωρεῖν, σε θέση θεάτρου πληρωμένη με δύο οβολούς, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ὀβολός: ὁ обол
1) мера веса = 1/6 драхмы = 0.728 г Arst.;
2) мелкая монета = 1/16 драхмы Thuc., Arph. etc.
Middle Liddell
!ὀβολός, οῦ, ὁ,
an obol, as a weight, = 1/6th part of a δραχμή, worth rather more than three halfpence, Ar.; ἐν δυοῖν ὀβολοῖν θεωρεῖν, as we might say "to sit in the shilling gallery, " Dem.