βύκτης
πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground
English (LSJ)
ου, ὁ,
A swelling, blustering, βυκτάων ἀνέμων Od.10.20. II Subst., hurricane, Lyc.738,756.
German (Pape)
[Seite 467] heulend, von βύζω. fut. βύξω; Hom. einmal, Odyss. 10, 20 βυκτάων ἀνέμων; eben so Orph. Argon. 1108; ἄελλαι 126; auch allein, Sturmwind, Lycophr. 756; plur. 184.
Greek (Liddell-Scott)
βύκτης: -ου, ὁ, (βύζω, βύω) φουσκώνων, ἠχητικός, παταγώδης, ἄνεμοι βύκται Ὀδ. Κ. 20, κατὰ γεν. πληθ. βυκτάων. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἄνεμος, θύελλα, Λυκ. 738, 757.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
mugissant (vent).
Étymologie: βύζω.
English (Autenrieth)
(βύζω): whistling, howling, of winds, Od. 10.20†.
Spanish (DGE)
-ου
• Morfología: [ép. plu. gen. βυκτάων Od.10.20; dat. βύκταισι Orph.A.125]
1 aullante, ululante βυκτάων ἀνέμων Od.l.c., Orph.A.1103, βύκταισι ... ἀέλλαις Orph.l.c.
•interpr. tard. por φυσῶν Hsch., cf. βυκάνη, βυκόομαι.
2 subst. ὁ β. vendaval Lyc.738, 756, Did.Fr.Dub.3.
• Etimología: Se ha rel. βυνέω y βύω qq.u. Otros lo interpretan como n. de acción de βύζω.
Greek Monolingual
βύκτης, ο (Α)
1. φρ. «ἄνεμοι βύκται» — άνεμοι που βουίζουν
2. ως ουσ. θυελλώδης άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εάν γίνει αποδεκτή η αρχαία σημ. «αυτός που φυσά, που βουίζει», τότε η λ. βύκτης συνδέεται με τη γλώσσα του Ησυχίου «βεβυκώσθαι (ή βεβηκώσθαι)
πεπρήσθαι < παρά > Θετταλοίς» και περαιτέρω με τα βυνώ, βύω «κλείνω, αποφράσσω, ταπώνω». Άλλοι θεωρούν πιθανότερο τον συσχετισμό της λ. με το ρ. βύζω «φωνάζω όπως το πτηνό βύας»].
Greek Monotonic
βύκτης: -ου, ὁ (βύω), ηχηρός, παταγώδης, φουσκωμένος· βυκτάων ἀνέμων (Επικ. γεν.), σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
βύκτης: ου adj. m воющий, завывающий (ἄνεμοι Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. adj. (subst. m.)
Meaning: only βυκτάων ἀνέμων κ 20, (subst. stormwind Lyc.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: If = πνεόντων, φυσητῶν, i.e. blowing, compared with βεβυκῶσθαι πεπρῆσθαι <παρὰ> Θετταλοῖς H. (Hoffmann Dial. 2, 224, Bechtel Dial. 1, 204) and further to βυνέω (s. v.). Acc. to Fraenkel Nom. ag. 1, 19 A. 1 to βύζω, βύξαι hoot (like an owl (s. βύας). - See k-enlargements of bū- and bu- in Pok.97f. and 100f.
Middle Liddell
[βύω]
swelling, blustering, βυκτάων ἀνέμων (epic gen.) Od.