ἐκκαρπόομαι
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
Med.,
A gather or enjoy the fruit of, ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐ. to have children by another wife, E. Ion815; ἐ. φιλίαν D.C.37.56. II enjoy the fruit of a thing, c. part., ἀμφοτέροις ἔνσπονδοι ὄντες ἐκκαρπώσασθαι Th.5.28; ἐ. τινάς exhaust them, drain them dry, D.24.2.
German (Pape)
[Seite 762] med., 1) Früchte für sich wovon einsammeln, ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκαρπούμενος Eur. Ion 815; übertr., φιλίαν D. Cass. 37, 56. – 2) durch zu starke Benutzung erschöpfen, aussaugen; Thuc. 5, 28; Dem. vrbdt τῶν ὑμᾶς ἐκκεκαρπωμένων καὶ πολλὰ τῶν ὑμετέρων διηρπακότων, 24, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκαρπόομαι: συνάγω τοὺς καρποὺς ἢ ἀπολαύω τῶν καρπῶν τινος, ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκαρπούμενος, ποιητ. ἀντὶ ἐκτεκνούμενος, Εὐρ. Ἴων 815, πρβλ. καὶ 438· ἐκκ. φιλίαν Δίων Κ. 37. 56. ΙΙ. ἀπολαύω τῶν καρπῶν τινος, μετὰ γεν., ἔνσπονδοι ὄντες ἐκκαρπώσασθαι Θουκ. 5. 28· ἐκκ. τινα, ἐξαντλεῖν τινα, ἀποξηραίνειν, Δημ. 700. 19.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
f. ἐκκαρπώσομαι;
tirer profit de.
Étymologie: ἐκ, καρπόω.
Spanish (DGE)
I tr.
1 recoger el fruto, recolectar, cosechar fig. ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκαρπούμενος E.Io 815, ἀντὶ τῶν ἐκ γῆς καρπῶν ... ἐκκαρποῦσθαι ... καρποὺς αἰωνίους Them.Or.8.115b
•fig. disfrutar de, beneficiarse de τὴν κρατίστην νῆσον D.S.34/35.2.26, cf. Aristid.Or.26.43, τὰ Χαλύβων ... μέταλλα Lib.Or.59.68, τὴν ἑκατέρου φιλίαν D.C.37.56.4, τὴν ἡσυχίαν Them.Or.10.135b, τοῦ νέου τὴν δύναμιν Gr.Nyss.Mart.1a.139.7
•c. ac. de pers., peyor. aprovecharse de τῶν ... ὑμᾶς τινες ἐκκεκαρπωμένων algunos de los que se han estado aprovechando de vosotros D.24.2, τὸ μειράκιον ἐκκαρποῦσθαι παρέχοντα αὐτῷ νεῦμα εὔνουν Philostr.VS 541
•abusar de καὶ τὰς γυναῖκας ... τούς τε παῖδας D.C.59.28.9.
2 esquilmar c. instrum. δυοῖν εἴδεσι λημμάτων ... τὴν πόλιν Lib.Or.31.20.
II intr., fig. sacar provecho de c. part. pred. ἀμφοτέροις δὲ μᾶλλον ἔνσπονδοι ὄντες ἐκκαρπωσάμενοι habiendo sacado provecho especialmente de tener una tregua con ambos Th.5.28.
Greek Monotonic
ἐκκαρπόομαι: μέλ. -ώσομαι·
I. Μέσ., απολαμβάνω τον καρπό κάποιου πράγματος, ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκ., αποκτώ παιδιά από κάποια άλλη σύζυγο, σε Ευρ.
II. αποκομίζω, αντλώ όφελος από την ύπαρξη πράγματος, με μτχ., σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκαρπόομαι: 1) производить (плод), рождать (παῖδας Eur.);
2) пользоваться плодами, извлекать пользу: ἀμφοτέροις ἔνσπονδοι ὄντες ἐκκαρπωσάμενοι Thuc. заключив мир с обеими сторонами, (аргивяне) оказались в выгодном положении;
3) обирать, эксплуатировать (πολὺν χρόνον τινά Dem.).
Middle Liddell
fut. ώσομαι
I. Mid. to enjoy the fruit of, ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκ. to have children by another wife, Eur.
II. to derive advantage from being, c. part., Thuc.