ἀνεπιεικής
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ές,
A unreasonable, unfair, Th.3.66, Ar.Fr.50D., Phld.Ir.p.57W., Alex.Aphr.in Top.208.9: neut. as Adv., without consideration,PGiss.39.3 (ca. 200 B.C.): regul. Adv. -κῶς Arr.An.7.29.1, Poll.8.13.
German (Pape)
[Seite 224] ές, unbillig, hart, ἀνεπιεικέστερόν τι πρᾶξαι Thuc. 3, 66.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιεικής: -ές, ὁ μὴ ἐπιεικής, σκληρός, Θουκ. 3. 66. - Ἐπίρρ. -κῶς Πολυδ. Η΄, 13.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sans indulgence, dur.
Étymologie: ἀ, ἐπιεικής.
Spanish (DGE)
-ές
1 desconsiderado, severo τι ἀνεπιεικέστερον πρᾶξαι actuar con bastante desconsideración Th.3.66, γνῶμαι LXX Pr.12.26, ἐκείνοις ἀνεπιεικές τι ἐγκαλέσαι D.C.41.32.5, ὁ ἀνεπιεικὴς ἂν ἄδικος εἴη Alex.Aphr.in Top.208.9, cf. Ar.Fr.74.4A
•neutr. como adv. sin consideración ἀποστήσω αὐτὸν ἀπανάγκον καὶ ἀνεπιεικές UPZ 31.10 (II a.C.), ἀ. ἐκστήσω αὐτόν PGiss.39.3 (II a.C.), cf. 108.5.
2 adv. -ῶς sin consideración εἰ ... ἀ. ἐνθυμηθείη Arr.An.7.29.1, cf. Poll.8.13.
Greek Monolingual
(Α ἀνεπιεικής, -ές)
μη επιεικής, αυστηρός, αλύγιστος, σκληρός.
Greek Monotonic
ἀνεπιεικής: -ές, άδικος, σκληρός, ανελέητος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπιεικής: недоброжелательный или суровый Thuc.
Middle Liddell
unreasonable, unfair, Thuc.