ἀμφιμέλας

From LSJ
Revision as of 15:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιμέλας Medium diacritics: ἀμφιμέλας Low diacritics: αμφιμέλας Capitals: ΑΜΦΙΜΕΛΑΣ
Transliteration A: amphimélas Transliteration B: amphimelas Transliteration C: amfimelas Beta Code: a)mfime/las

English (LSJ)

-μέλαινα, -μέλᾰν,

   A black all round: Hom. always epith. of φρένες (best written divisim, as by Alex. critics), darkened on either side, of strong emotions, as anger, Il.1.103, 17.83, Od.4.661; courage, Il.17.499,573: prob. metaph. from an angry sea.    2 generally, ἀ. κόνις coal-black dust, AP7.738 (Theodorid.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιμέλας: -αινα, ᾰν, ὁλόγυρα μέλας, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, φρένες ἀμφιμέλαιναι - τὸ ὁποῖον δύναται ἐνιαχοῦ νὰ ἑρμηνευθῇ: ἐσκοτισμένος ὑπὸ ὀργῆς ἢ θλίψεως, Ἰλ. Α. 103, Ρ. 83, Ὀδ. Δ. 661· οὐχὶ ὅμως καὶ ἐν Ἰλ. Ρ. 499, 573· ὥστε εἶναι πιθανὸν ὅτι ἡ λέξις ἀείποτε ἀναφέρεται εἰς τὴν θέσιν τῶν φρενῶν, ἤτοι τοῦ διαφράγματος, αἱ ἐν σκότει κείμεναι, αἱ ὑπὸ σκότους περιβαλλόμεναι φρένες.

French (Bailly abrégé)

αινα, αν;
tout obscurci ou aveuglé (par la colère, la douleur, etc.).
Étymologie: ἀμφί, μέλας.

Spanish (DGE)

-μέλαινα, -μέλαν
renegrido φρένες Od.4.661, κόνις de la ceniza de un muerto AP 7.738 (Theodorid.), pero cf. ἀμφιμέλαινα· βαθεῖα, συνετή Hsch., v. ἀμφὶ... φρένες en ἀμφί A I.

Greek Monolingual

ἀμφιμέλας, -αινα, -αν (Α)
(στον Όμ. πάντοτε ως επίθ. του φρένες) σκοτεινός από κάθε πλευρά, μαύρος, θολός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-- + μέλας.

Greek Monotonic

ἀμφιμέλας: -μέλαινα, -μέλᾰν, ολόμαυρος· φρένες ἀμφιμέλαιναι, πιθ. αναφέρεται στις φρένες ή το ανθρώπινο διάφραγμα που τυλίγεται στο σκοτάδι, αυτός που εδράζει στο σκοτάδι.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιμέλας: μέλαινα, μέλαν
1) весь черный или почерневший (κόνις Anth.);
2) помрачневший, омраченный (φρένες Hom.).

Middle Liddell


black all round: φρένες ἀμφιμέλαιναι, prob. referring to the φρένες or midriff being wrapped in darkness, dark-seated.