ἐτήσιος

From LSJ
Revision as of 22:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐτήσιος Medium diacritics: ἐτήσιος Low diacritics: ετήσιος Capitals: ΕΤΗΣΙΟΣ
Transliteration A: etḗsios Transliteration B: etēsios Transliteration C: etisios Beta Code: e)th/sios

English (LSJ)

ον, and in Hp. η, ον: (ἔτος):—

   A lasting a year, πένθος οὐκ ἐ. E.Alc.336; προστασία f.l. in Th.2.80; ἐτησίους ἄρχειν to govern for a year, D.C.60.24.    2 annual, ὧραι Plu.2.993e; θυσίαι Th.5.11, etc., cf. SIG1024.24 (Myconus); φόρος IG7.2227 (Thisbe); ἐτήσιοι πρόσιτ' ἀεί Cratin.23; βορέαι ἐ., = ἐτησίαι, Arist.Pr.940a35; ἐ. πνεύματα Arr.Ind.21.1. Adv. -ίως Sch.Lyc. 107: neut. as Adv., τρυγόωσιν ἐτήσιον AP5.226 (Maced.).

German (Pape)

[Seite 1052] ον, 1) jährig, ein Jahr dauernd, πένθος Eur. Alc. 336; προστασία Thuc. 2, 80; Sp. bes. ἀρχαί – 2) jährlich, was alle Jahr wiederkehrt, βορέαι ἐτήσιοι Arist. probl. 26, 2; καρποί Plut. compar. Lyc. et Num. 1. Bei Sp., bes. D. Cass., auch 3 Endungen, z. B. πανήγυρις ἐτησία 44, 4. Das adv. ἐτησίως Schol. Lycophr. 107; eben so ἐτήσιον τρυγόωσιν, jährlich, Maced. 1 (V, 227).

Greek (Liddell-Scott)

ἐτήσιος: -ον, καὶ παρ’ Ἱππ. α, ον· (ἔτος): διαρκῶν ἐπὶ ἕν ἔτος, πένθος Εὐρ. Ἄλκ. 336· προστασία Θουκ. 2. 80· ἐτησίους σφᾶς ἄρχειν, ἄρχειν ἐπὶ ἕν ἔτος, Δίων Κ. 60. 24. 2) κατὰ πᾶν ἔτος, ὧραι Ἱππ. 1279. 48, Πλούτ. 2. 993 Ε· θυσίαι Θουκ. 5. 11, κτλ.· ἐτήσιοι πρόσιτ’ ἀεί Κρατῖνος ἐν «Δηλιάσιν» 6. ― Ἐπίρρ. -ίως, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 107· οὕτως ἐν τῷ οὐδ. ἡμερίδας τρυγόωσιν ἐτήσιον Ἀνθ. Π. 5. 27.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
annuel :
1 qui dure une année (deuil, présidence, etc.);
2 qui revient chaque année (saison, sacrifice, etc.).
Étymologie: ἔτος.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ἐτήσιος, -ον, Α ιων. τ. ἐτήσιος, -ία (-ίη), -ον) έτος
1. αυτός που διαρκεί ένα έτοςπένθος ἐτήσιον», Ευρ.)
2. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο (α. «ετήσιες εξετάσεις» β. «ἐτησίους θυσίας», Θουκ.)
νεοελλ.
(για μισθό, εισοδήματα κ.λπ.) ο ενός έτους, αυτός που δίνεται ή υπολογίζεται για όλο τον χρόνο
αρχ.
1. (για άρχοντες) αυτός που βρίσκεται στην αρχή για έναν χρόνο
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐτήσιον
ετησίως, κατ' έτος.
επίρρ...
ετησίως (ΑΜ ἐτησίως)
1. κατ' έτος, κάθε χρόνο
2. στη διάρκεια ενός έτους.

Greek Monotonic

ἐτήσιος: -ον (ἔτος),·
1. αυτός που διαρκεί ένα χρόνο, που έχει διάρκεια ενός έτους, πένθος, σε Ευρ., Θουκ.
2. κάθε χρόνο, ενιαύσιος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐτήσιος: 1) длящийся один год, годичный (πένθος Eur.; προστασία Thuc.);
2) ежегодный (θυσίαι Thuc.; βορέαι Arst.; καρποί Plut.).

Middle Liddell

ἐτήσιος, ον ἔτος
1. lasting a year, a year long, πένθος Eur., Thuc.
2. every year, annual, Thuc.