ῥῦμα

From LSJ
Revision as of 00:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῦμα Medium diacritics: ῥῦμα Low diacritics: ρύμα Capitals: ΡΥΜΑ
Transliteration A: rhŷma Transliteration B: rhyma Transliteration C: ryma Beta Code: r(u=ma

English (LSJ)

(A), ατος, τό, (ἐρύω (A))

   A that which is drawn:    1 τόξου ῥ., i.e. the Persian archers, opp. λόγχης ἰσχύς, i.e. the Greek spearmen, A.Pers.147 (anap.); ἐκ τόξου ῥύματος from the distance of a bow-shot, X.An.3.3.15; ἐς τόξου ῥ. Eun.Hist.p.271D.    2 towing-line, Plb. 1.26.14, 3.46.5, al., D.H.3.44.
ῥῦμα (B), ατος, τό, (ἐρύω (B))

   A defence, protection, βωμὸς φυγάσιν ῥ. A. Supp.85 (lyr.); ἅπασι κοινὸν ῥ. δαιμόνων ἕδρα E.Heracl.260; πύργου ῥ. a tower of defence, S.Aj.159 (anap.): c. gen. objecti, defence against, [θάνατος] μέγιστον ῥ. τῶν πολλῶν κακῶν A.Fr.353; ῥύματα,= βοηθήματα, Hp. ap. Gal.19.136; cf. ῥύσιον.

German (Pape)

[Seite 851] τό, 1) das Ziehen, der Zug, das, was man zieht, anzieht; bes. – a) die Bogensehne, τόξου ῥῦμα, Aesch. Pers. 145; der Bogenschuß, wie ἐκ τόξου ῥύματος, innerhalb der Weite eines Bogenschusses, Xen. An. 3, 3, 15 u. Suid. – b) das Zugseil, Pol. 1, 26, 14. 3, 46, 5; vgl. D. Hal. 3, 44. – 2) Rettung, Schutz; ἔστι δὲ κἀκ πολέμου τειρομένοις βωμὸς Ἄρης, φυγάσι ῥῦμα, Aesch. Suppl. 84; Soph. Ai. 159; Eur. Heracl. 261; sp. D., φοινίου δορὸς ῥῦμα Lycophr. 507.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ce qu’on tire à soi ; corde d’un arc ; p. ext. portée d’un trait : ἐκ τόξου ῥύματος XÉN à la portée du trait;
2 ce qu’on tire devant soi pour s’abriter ; abri, refuge τινος, contre qch.
Étymologie: R. Ῥυ ; cf. ἐρύω et ῥύομαι.

Greek Monotonic

ῥῦμα: -ατος, τό (*ρύω=ἐρύω), αυτό που σύρεται·
I. 1. τόξου ῥῦμα, δηλ. οι Πέρσες τοξότες, αντίθ. προς το λόγχης ἰσχύς, δηλ. οι Έλληνες δορυφόροι, λογχοφόροι, σε Αισχύλ.· ἐκ τόξου ῥύματος, από απόσταση μιας βολής τόξου, σε Ξεν.
2. ρυμούλκα (σχοινί ρυμούλκησης), σε Πολύβ.
II. (ῥύομαι) άμυνα, υπεράσπιση, προστασία, σε Ευρ.· πύργου ῥῦμα, πύργος, προπύργιο άμυνας, οχύρωμα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ῥῦμα: ατος τό ἐρύω
1) натягивание или тетива (τόξου ῥ. Aesch.);
2) выстрел из лука, полет стрелы: ἐκ τόξου ῥύματος Xen. на расстояние полета стрелы;
3) буксирный канат Polyb.
ατος τό ῥύομαι защита, спасение, избавление: πύργου ῥ. Soph. башня спасения; ῥ. τῶν κακῶν Aesch. избавление от зол; φυγάσιν ῥ. Aesch. прибежище беглецов.

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: n.
Meaning: tow(ing rope) (Plb., D. H.).
Derivatives: ῥύμη pull, press, ῥυμός tension wood, pole of a chariot, ῥύσιον spoils, ῥυστάζω to drag to and fro, ῥυτήρ rein etc.
See also: s. ἐρύω.
2.
Grammatical information: n.
Meaning: protection.
Derivatives: ῥύσιος freeing, saving, ῥυσί-πολις protecting the city, ῥυτήρ protector etc.
See also: s. ἔρυμαι.

Middle Liddell

ῥῦμα, ατος, τό, [*ῥύω = ἐρύω
I. that which is drawn:
1. τόξου ῥῦμα, i. e. the Persian archers, opp. to λόγχης ἰσχύς, i. e. the Greek spearmen, Aesch.; ἐκ τόξου ῥύματος from the distance of a bow- shot, Xen.
2. a towing-line, Polyb.
II. (ῥύομαἰ a defence, protection, Eur.; πύργου ῥ. a tower of defence, Soph.