τέρσομαι

From LSJ
Revision as of 01:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέρσομαι Medium diacritics: τέρσομαι Low diacritics: τέρσομαι Capitals: ΤΕΡΣΟΜΑΙ
Transliteration A: térsomai Transliteration B: tersomai Transliteration C: tersomai Beta Code: te/rsomai

English (LSJ)

Pass., with aor. inf. τερσῆναι, τερσήμεναι (v. infr.), as if from ἐτέρσην (cf: τερσαίνω, τέρσω)

   A to be or become dry, dry up, ἕλκος ἐτέρσετο παύσατο δ' αἷμα the wound dried up and the blood was staunched, Il.11.267,848; οὐδέ μοι αἷμα τερσῆναι δύναται 16.519; θειλόπεδον τέρσεται ἠελίῳ is baked by the sun, Od.7.124; εἵματα δ' ἠελίοιο μένον τερσήμεναι αὐγῇ 6.98; ὅταν [τὰ ῥάκεα] ἐν ἡλίῳ τέρσηται Hp.Mul.1.11; ὄσσε δακρυόφιν τέρσοντο his eyes became dry from tears, Od.5.152.    II Act. first in later Ep. (Hom. using only τερσαίνω, aor. subj. τέρσῃ (-σει codd.) Theoc.22.63; inf. τέρσαι Nic.Th.96,693 (v.l. τέρσον both times); opt. Med. τέρσαιο ib.709:—Hsch. cites ἐτέρρατο· ἐξηράνθη. (Cf. Lat. torreo, tostus, Skt. tṛṣyati, तृष्यति {तृष्} 'to be thirsty'.)

German (Pape)

[Seite 1095] dep. pass., getrocknet werden, intrans. trocknen, trocken werden, dürr sein, vgl. Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 2. Aufl. S. 202; öfters bei Hom., über dessen Anwendung des Wortes Scholl. Aristonic. Iliad. 11, 621 ἡ διπλῆ, ὅτι ψύχειν μὲν λέγει πρὸς ἄνεμον, τέρσεσθαι δὲ ἐν ἡλίῳ· »εἵματα δ' ἠελίοιο μένον τερσήμεναι αὐγῇ (Odyss. 6, 98)«, Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 127; ἕλκος ἐτέρσετο, παύσατο δ' αἷμα, die Wunde wurde trocken u. das Blut stillte sich, Il. 11, 267; θειλόπεδον τέρσεται ἠελίῳ, das Blachfeld wird von der Sonne gedörrt, Od. 7, 124; ὄσσε δακρυόφιν τέρσοντο, die Augen wurden trocken von Thränen, 5, 152; aor. II. inf. τερσῆναι, τερσήμεναι, Il. 16, 519 Od. 6, 98 u. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1405; Macedon. 6 (V, 225); Sp. D. haben auch vom act. einzelne Formen gebildet, aor. τέρσον, τέρσαι, Nic. Th. 96. 693. 709, fut. τέρσει, Theocr. 22, 63.

Greek (Liddell-Scott)

τέρσομαι: Παθ., μετ’ ἀπαρ. ἀορ. τερσῆναι, τερσήμεναι, ὥσπερ ἐξ ὁριστ. ἐτέρσην. (Ἐκ τῆς √ΤΕΡΣ ἢ ΤΡΑΣ παράγονται καὶ τὰ τρασιά, τερσιά, ταρσός, πρβλ. Σανσκρ. tṛṣ, tṛṣ-yâmi (sitio), tarsh-as (sitis)· Λατ. torr-eo, torr-ens, tos-tus· Γοτθ. thaurs-ja (διψάω = Ἀγγλ. thirst)· Ἀρχ. Γερμαν. darr-u (torr-o, Ἀγγλ. dry, ξηρός)· - πρβλ. καὶ θέρος, θερμός). Εἶμαι ἢ γίνομαι ξηρός, ξηραίνομαι, ἕλκος ἐτέρσετο παύσατο δ’ αἷμα, τὸ ἕλκος ἐστέγνωσε καὶ τὸ αἷμα ἔπαυσε νὰ ῥέῃ, Ἰλ. Λ. 267, 848· οὐδέ μοι αἷμα τερσῆναι δύναται Π. 519 θ?ιλόπεδον τέρσεται ἠελίῳ, ἡ πεδιὰς γίνεται κατάξηρος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Ὀδ. Η. 124· εἵματα δ’ ἠελίοιο μένον τερσήμεναι αὐγῇ Ζ. 98· μετὰ γεν., οὐδέ ποτ’ ὄσσε δακρυόφιν τέρσοντο, οὐδέποτε ἐστέγνωναν τὰ ’μάτια της ἀπὸ τὰ δάκρυα, Ε. 152. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ πρῶτον παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. (ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ τερσαίνω), μέλλ. τέρσει (ὥσπερ ἐξ ἐνεστ. τέρρω), Θεόκρ. 22. 63· ἀόρ. προστ. τέρσον, ἀπαρ. τέρσαι, Νικ. Θηρ. 96, 693, 709. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει τύπον ἐτέρρατο· ἐξηράνθη.

English (Autenrieth)

ipf. ἐτέρσετο, τέρσοντο, aor. 2 inf. τερσῆναι, -ήμεναι: be or become dry; w. gen., δακρυόφιν, Od. 5.152.

Greek Monotonic

τέρσομαι: Παθ. με απαρ. Επικ. αορ. βʹ τερσῆναι, τερσήμεναι, όπως αν προερχόταν από οριστ. ἐτέρσην·
I. είμαι ή γίνομαι ξηρός, ξηραίνομαι, ἕλκος ἐτέρσετο, το τραύμα στέγνωσε, σε Ομήρ. Ιλ.· θειλόπεδον τέρσεται ἠελίῳ, η πεδιάδα γίνεται κατάξερη από τον ήλιο, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., ὄσσε δακρυόφιν τέρσοντο, τα μάτια στέγνωσαν από τα δάκρυα, στο ίδ.
II. Ενεργ. αμτβ. σε γʹ ενικ. μέλ. τέρσει (όπως αν προερχόταν από ενεστ. τέρρω), σε Θεόκρ.

Middle Liddell

[epic aor2 inf. τερσῆναι, τερσήμεναι, as if from ἐτέρσην] [fut 3rd sg τέρσει as if from τέρρω.]
I. to be or become dry, to dry up, ἕλκος ἐτέρσετο the wound dried up, Il.; θειλόπεδον τέρσεται ἠελίωι the plain is baked by the sun, Od.; c. gen., ὄσσε δακρυόφιν τέρσοντο eyes became dry of tears, Od.
II. Act. intr. in 3rd sg. fut. τέρσει (as if from τέρρω), Theocr.