μελάγχιμος
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
ον, poet. for μέλας,
A black, dark, γυῖα, στρατός, A. Supp.719,745 (lyr.); φάρη Id.Ch.11; πέπλοι, οἶς, E.Ph.372, El.513; νύξ A.Pers.301; τὰ μ. dark spots in snow, X.Cyn.8.1, cf. Poll.5.66.— For the form cf. δύσχιμος.
German (Pape)
[Seite 117] (vgl. δύσχιμος), schwarz; λευκον ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου, Aesch. Pers. 293, φάρεα, Ch. 11, γυῖα, Suppl. 700; πέπλος, Eur. Phoen. 375, γαίας πέδον, Rhes. 962; τὰ μελάγχιμα, = Vor., Poll. 5, 66.
Greek (Liddell-Scott)
μελάγχῐμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ μέλας, μαῦρος, σκοτεινός, γυῖα, στρατὸς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 719, 745· φάρη ὁ αὐτ. ἐν Χο. 11· πέπλοι, ὄϊς Εὐρ. Φοίν. 371, Ἠλ. 513· ― ἀλλ’ ὡσαύτως, μ. νὺξ Αἰσχύλ. Πέρσ. 301 ― τὰ μελάγχιμα, μαῦραι κηλῖδες ἐπὶ τῆς χιόνος, Ξεν. Κυν. 8, 1, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 66. Περὶ τοῦ τύπου πρβλ. δύσχιμος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
noir, sombre.
Étymologie: μέλας, -χιμος ; cf. δύσχιμος.
Greek Monolingual
μελάγχιμος, -ον (Α)
1. μαύρος, σκοτεινός («λευκὸν ἧμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου», Αισχύλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μελάγχιμα
μαύρες κηλίδες στο χιόνι («εἰ δ' ἐνέσται μελάγχιμα, δυσζήτητος ἔσται [ὁ λαγώς]», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + θ. χιμ-(μηδενισμένη βαθμίδα του θ. χειμ-, πρβλ. χεῖμα, χειμών), πρβλ. δύσ-χιμος].
Greek Monotonic
μελάγχῐμος: -ον, μαύρος, σκούρος, σε Αισχύλ., Ευρ. (σχηματίζεται από το μέλας, με κατάληξη -χιμος, όπως δύσ-χιμος από δυσ-).
Russian (Dvoretsky)
μελάγχῐμος: черный, темный (φάρεα, γυῖα, νύξ Aesch.; πέπλοι, οἶς Eur.).
Middle Liddell
μελάγχῐμος, ον
black, dark, Aesch., Eur. [Formed from μέλας, with termin. -χιμος, as δύσχιμος from δυσ-