πολύξενος

From LSJ
Revision as of 05:46, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύξενος Medium diacritics: πολύξενος Low diacritics: πολύξενος Capitals: ΠΟΛΥΞΕΝΟΣ
Transliteration A: polýxenos Transliteration B: polyxenos Transliteration C: polyksenos Beta Code: polu/cenos

English (LSJ)

Ion. πολύ-ξεινος, ον, poet. also α, ον Pi.Fr.122.1, N.3.2:—of persons,

   A entertaining many guests, very hospitable, opp. ἄξεινος, Hes.Op.715; δαίς ib.722; πολυξενώτατον Ζῆνα τῶν κεκμηκότων A.Supp.157 (lyr.), cf. Fr.228, Call.Fr.478.    II visited by many guests, βωμός, νᾶσος, Pi. O.1.93 (Sup.), N.3.2; νεάνιδες Id.Fr.122.1; οἶκος E.Alc.569 (lyr.); cf. sq.

German (Pape)

[Seite 667] ion. πολύξεινος, sehr gastfrei, gastlich aufnehmend; Hes. O. 717. 724; τὸν πολυξενώτατον Ζῆνα τῶν κεκμηκότων, Aesch. Suppl. 148; von vielen Fremden besucht, νᾶσος, Pind. N. 3, 2; βωμός, Ol. 1, 93; οἶκος, Eur. Alc. 571; einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύξενος: Ἰων. -ξεινος, ον, ποιητ. ὡσαύτως η, ον, Πινδ. Ἀποσπ. 87, Ν. 3. 3, πρβλ. Πόρσ. προλεγ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. ix· ― ἐπὶ προσώπων, ὁ πολλοὺς ξενίζων, λίαν φιλόξενος, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 713. 720 (ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ)· πολυξενώτατον Ζῆνα τῶν κεκμηκότων Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 157. πρβλ. Ἀποσπ. 229. ΙΙ. ὃν πολλοὶ ξένοι ἐπισκέπτονται, βωμός, νᾶσος Πινδ. Ο. 1. 149, Ν. 3. 3· οἶκος Εὐρ. Ἄλκ. 569.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui reçoit beaucoup d’hôtes, très hospitalier;
2 fréquenté par beaucoup d’étrangers ou d’hôtes;
Sp. πολυξενώτατος.
Étymologie: πολύς, ξένος.

English (Slater)

πολύξενος
   1 where many strangers come πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (O. 1.93) τὰν πολυξέναν ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν (N. 3.2) πολύξεναι νεάνιδες (Boeckh: πολύξειναι codd.: the temple prostitutes of Aphrodite) fr. 122. 1.

Greek Monolingual

ο / πολύξενος, -ον, ΝΑ, και πολύξεινος, -ον, θηλ. και πολυξένα, Α
νεοελλ.
(ορυκτ.) παραλλαγή του λευκοχρύσου
αρχ.
1. αυτός που έχει πολλούς ξένους, ο πολύ φιλόξενοςμηδὲ πολύξεινον μηδ' ἄξεινον καλέεσθαι», Ηρόδ.)
2. εκείνος τον οποίον επισκέπτονται πολλοί ξένοι, πολυσύχναστος («τὰν πολυξέναν... ἵκεο Δωρίδα νᾱσον Αἴγιναν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ξένος (πρβλ. φιλόξενος)].

Greek Monotonic

πολύξενος: Ιων. -ξεινος, -ον και -η, -ον·
I. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που περιποιείται τους ξένους, ο πολύ φιλόξενος, σε Ησίοδ.
II. αυτός τον οποίο επισκέπτονται πολλοί ξένοι, σε Πίνδ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύξενος -ον, Ion. πολύξεινος [πολύς, ξενός] Dor. f. -α met veel gasten:; μηδὲ πολύξεινον... καλέεσθαι krijg niet de naam veel gasten te ontvangen Hes. Op. 715; gastvrij:. πολυξενώτατος Ζεύς de immer gastvrije Zeus (Hades) Aeschl. Suppl. 157. door veel gasten bezocht:. π. βωμός een drukbezocht altaar Pind. O. 1.93.

Russian (Dvoretsky)

πολύξενος: ион. πολύξεινος 2, редко 3
1) весьма гостеприимный Hes., Aesch.;
2) посещаемый многими (νᾶσος Pind.; οἶκος Eur.).

Middle Liddell

πολύ-ξενος, ιονιξ -ξεινος, ον,
I. of persons, entertaining many guests, very hospitable, Hes.
II. visited by many guests, Pind., Eur.