γαμψός
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
English (LSJ)
ή, όν,
A curved, crooked, of the uterine κόλποι, Hp.Nat Pucr.31; κέρατα Arist.HA630a31; ῥύγχος Id.PA662b2; ὄνυχες ib.662b5 (Comp.); ἅρπαι Lyc.358. 2 of birds of prey, = γαμψῶνυξ, Ar. Nu.337 (anap.).
German (Pape)
[Seite 473] (κάμπτω), gebogen, krumm, κέρατα Arist. H. A. 9, 45; δρέπανον Antiphil. 4 (VI, 85); ἄγκιστρον Archi. 10 (VI, 192). – Ar. Nubb. 336 γαμψοὶ οἰωνοί; s. γαμψῶνυξ.
Greek (Liddell-Scott)
γαμψός: ή όν, (κάμπτω) καμπύλος, κεκαμμένος, κέρατα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 4 · ῥύγχος ὁ αὐτ. Ζῴ. Μοσ. 3. 1, 14 · ὄνυχες ὁ αὐτ. 4. 12, 21 · κέρατα ὁ αὐτ. 3. 2, 5. 2) ἐπὶ ἁρπακτικῶν ὀρνέων, = γαμψῶνυξ Ἀριστοφ. Νεφ. 337.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
recourbé.
Étymologie: *γάμπτω = κάμπτω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Morfología: [gen. -οῖο AP 16.118 (Paul.Sil.)]
1 curvode la cavidad del útero, Hp.Nat.Puer.31, cf. Hp. en Gal.19.90, κέρατα Arist.HA 630a31, ῥύγχος Arist.PA 662b2, ἄγκιστρον AP 6.192 (Arch.), δρέπανον AP 6.95 (Antiphil.), cf. 104 (Phil.), ὄνυχες Gal.3.176, ὑπὲρ γαμψοῖο κορύμβου por encima de la curva popa, AP l.c.
2 de curvo pico οἰωνοί Ar.Nu.337, cf. Sch.ad loc.
• Etimología: Se ha propuesto partir de la forma γαμψῶνυξ < *γναμψωνυξ. Por disim. en su primer elemento se habría formado γαμψός, c. un suf. -σός del tipo βλαισός, λοξός, etc. Todo ello rel. γνάμπτω q.u.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γαμψός, -ή, -όν)
κυρτός, αγκυλωτός
αρχ.
(για πτηνά) ο γαμψώνυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το γνάμπτω «κάμπτω, λυγίζω». Το απλό γαμψός προήλθε κατ' απόσπαση από το αρχαϊκό σύνθετο γαμψώνυξ < γναμψωνυξ (πρβλ. και λειψός < λειψόθριξ ή λείψανδρος, αψύς < αψίθυμος, κοντός < κοντομάχος, κοντοβόλος κ.τ.ό.). Λιγότερο πιθανή φαίνεται η υπόθεση συμφυρμού τών γνάμπτω και κάμπτω.
Greek Monotonic
γαμψός: -ή, -όν (κάμπτω), καμπυλωτός, κυρτός· λέγεται για αρπακτικά πουλιά, όρνια = γαμψῶνυξ, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
γαμψός:
1) загнутый, изогнутый, кривой (κέρατα, ὄνυχες, ὀδόντες Arst.; ἄγκιστρον, δρέπανον Anth.);
2) с кривыми когтями (οἰωνοί Arph.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: curved, crooked (Ar.)
Compounds: γαμψῶνυξ (Il.), γαμψώνυχος (Epich.) w. curved claws.
Derivatives: γαμψόομαι (Arist.), γαμψωλή (H.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: It seems evident to connect γνάμπτω (q. v.). The absence of the -ν- was explained as dissimilation, if γαμψός is a backformation from γαμψώνυχ(ο)- (Leumann Hom. Wörter 156); this is improbable and must be rejected. (It is an explanation to avoid certain conclusions; we should rather explain these conclusions). Nor a contamination of γνάμπτω and κάμπτω (Güntert Reimwortbildungen 115f.). I think we rather have to connect (a variant of) κάμπτω. Also, the question remains about the relation between κάμπτω and γνάμπτω. I think all these words are Pre-Greek; s.vv.
Middle Liddell
= γαμψῶνυξ κάμπτω
curved: of birds of prey.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαμψός -ή -όν gekromd, krom, gebogen; ook voor γαμψῶνυξ :. γαμψοὺς οἰωνούς vogels met gekromde klauwen Aristoph. Nub. 337.