ἐναγκαλίζομαι
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
English (LSJ)
Med.,
A take in one's arms, AP7.476.10 (Mel.), LXX Pr.24.48; τέκνα Plu.Cam.5, IG12(7).395.25 (Amorgos): metaph., Νεῖλος [πόλιν] ἐ. Procop.Gaz.Ep.133; of a science, Apollon. Cit.3. II Pass., to be taken in the arms, D.S.3.58.
German (Pape)
[Seite 824] med., in die Arme nehmen, umarmen, N. T., Plut. Camill. 3 u. Sp.; κόλποις τινά Hel. 109 (VII, 476). – Pass., τῶν βρεφῶν ὑπ' αὐτῆς ἐναγκαλιζομένων D. Sic. 3, 58.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναγκαλίζομαι: Μέσ., λαμβάνω εἰς τὰς ἀγκάλας μου, «ἀγκαλιάζω», Ἀνθ. Π. 7. 476, Ἑβδ. ΙΙ. παθ., λαμβάνομαι εἰς τὰς ἀγκάλας, τῶν βρεφῶν... τῶν πλείστων ὑπ’ αὐτῆς ἐναγκαλιζομένων Διόδ. 3. 58. - Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 471.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐνηγκαλιζόμην, ao. ἐνηγκαλισάμην;
prendre ou porter dans ses bras.
Étymologie: ἐν, ἀγκάλη.
Spanish (DGE)
(ἐναγκᾰλίζομαι) I 1abrazar, rodear con los brazos τὴν Χαρικλείαν Hld.10.16.2, ἐ. χερσὶν στήθη cruzar los brazos sobre el pecho LXX Pr.6.10, en v. pas. ἐναγκαλισθεὶς ὑπὸ τε Συμεῶνος καὶ Ἄννης Epiph.Const.Exp.Fid.15.3.
2 coger en brazos, abrazar τέκνα Plu.Cam.5, IG 12(7).395.25 (Amorgos), παῖδας Plu.2.492d, cf. Eu.Marc.9.36, Gr.Nyss.V.Macr.413.8, νήπιον Plu.Fr.136, en v. pas., D.S.3.58.
II fig.
1 abrazar, acoger, aceptar σε γουνοῦμαι, Γᾶ ... τὰν πανόδυρτον ἠρέμα σοῖς κόλποις ... ἐναγκάλισαι te suplico, oh Tierra, que abraces dulcemente en tu regazo a la muy llorada (difunta) AP 7.476 (Mel.), τὸ παράσημον τῆς λέξεως el sentido inexacto de la palabra D.H.Rh.10.7, τὴν Ὁμηρικὴν ἀσέβειαν las obras impías de Homero Heraclit.All.1, τὰ παθήματα Bas.Sel.Or.M.85.468A, Χριστόν Ath.Al.M.28.1000C.
2 abrazar, rodear Νεῖλος (πόλιν) ἐ. Procop.Gaz.Ep.119, en v. pas. τὰ νέφη ... ταῖς ἡλιακαῖς ἀκτῖσιν ἐναγκαλιζόμενα las nubes abrazadas por los rayos solares Heraclit.All.39.
3 de una ciencia consagrarse, dedicarse a ἀνατομήν la anatomía Apollon.Cit.23.
English (Strong)
from ἐν and a derivative of ἀγκάλη; to take in one's arms, i.e. embrace: take up in arms.
English (Thayer)
1st aorist participle ἐναγκαλισάμενος; (middle equivalent to εἰς τάς ἀγκάλας δέχομαι, to take into the arms, embrace: τινα, Meleager, in Anth. 7,476, 10; Plutarch; Alciphron, epistles 2,4; others.)
Greek Monolingual
(AM ἐναγκαλίζομαι)
1. παίρνω ή σφίγγω στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω
2. ενστερνίζομαι, προσοικειώνομαι κάτι, ακολουθώ με ζήλο («τὴν ὁμηρικὴν ἀσέβειαν ἐνηγκαλίσατο φιλοστόργως», Ηράκλειτ.)
αρχ.
1. περιβάλλω κυκλικά
2. μέσ. περιβάλλομαι από κάτι («τὰ νέφη... ταῑς ήλιακαῑς ἀκτῑσιν ἐναγκαλιζόμενα», Ηράκλειτ.).
Greek Monotonic
ἐναγκᾰλίζομαι: Μέσ., παίρνω στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω, εναγκαλίζομαι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐναγκᾰλίζομαι:
1) med. (тж. ἐ. κόλποις Anth.) брать в свои объятья, носить на руках (τὰ τέκνα τινός Plut.);
2) pass. быть носимым на руках (ὑπό τινος Diod.).