υπάρχω
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
Greek Monolingual
ὑπάρχω ΝΜΑ ἄρχω
1. έχω ύπαρξη, έχω υπόσταση, ζω, υφίσταμαι (α. «υπάρχει δικαιοσύνη» β. «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» γ. «μηδενὸς αἰτίου ὑπάρχοντος», ΚΔ
δ. «τοὺς ὑπάρχοντας... πολίτας ἐξαπατῶντες», Δημοσθ.)
2. (ως συνδετικό, στη νεοελλ. μόνον στον αόρ.) είμαι, διατελώ (α. «υπήρξε πρότυπο ανδρείας και τιμιότητας για όλους μας» β. «φιλάσθενος ὑπάρχω», Πρόδρ.
γ. «ἰατρὸς ὑπάρχων τὴν τέχνην», πάπ.)
3. (το ουδ. της μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τα υπάρχοντα
όλα όσα έχει κανείς, η περιουσία του (α. «έχασε όλα τα υπάρχοντά του» β. «πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῑς», ΚΔ)
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) (μτβ.) κάνω αρχή, αρχίζω (α. «ὑπάρξαντα ἀδίκων ἔργων», Ηρόδ.
β. «βαδίσεως ὑπάρχονται... τὰ... βρέφη», Αιλ.)
2. (αμτβ.) αρχίζω να αναφαίνομαι («ὅθεν εὐμάρει' ὑπάρχοι πόρου», Σοφ.)
3. είμαι απόγονος κάποιου, κατάγομαι από κάποιον
4. αποτελώ βάση, θεμέλιο, λαμβάνομαι ως δεδομένο («θέντες ὡς ὑπάρχον εἶναι ὅ βούλονται», Πλάτ.)
5. ανήκω σε κάποιον («τῇ μὲν ἐκείνου ὑπάρχειν τέχνῃ διδούς», Πλάτ.)
6. (για πρόσ.) είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον («Παρύσατις μὲν δὴ ἠ μήτηρ ὑπῆρχε τῷ Κύρῳ», Ξεν.)
7. (με μτχ. με επιρρμ. σημ., όπως το τυγχάνω) κατά τύχη, τυχαία («οὐ γὰρ ἐχθρὸς γ' ὑπῆρχεν ὤν», Δημοσθ.)
8. είμαι ύπαρχος («τῷ... Ἀντωνίνῳ... ὑπάρξας», Δίων Κάσσ)
9. πιθ. διοικώ, κυβερνώ
10. (στο γ' εν. ως απρόσ.) ὑπάρχει
α) είναι βέβαιο ή πιθανόν
β) είναι δυνατόν, επιτρέπεται («ὑπάρχει... ὑμῑν... ἐπικρατεῑν», Θουκ.)
11. (το απρμφ. ενεστ.) ὑπάρχειν
(στον Αριστοτ.) είμαι γνώρισμα ή ιδιότητα κάποιου («ὑπάρχειν τινὶ ζῴῳ δίποδι εἶναι», Αριστοτ.)
12. (το ουδ. εν. της μτχ. ενεστ.) ὑπάρχον
αφού υπήρχε η ευκαιρία ή αφού ήταν δυνατόν («ὑπάρχον ὑμῑν πολεμεῑν», Θουκ.)
13. (το ουδ. της μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) α) οι υπάρχουσες περιστάσεις
β) οι υπάρχουσες ευκολίες
14. φρ. α) «ἐκ τῶν ὑπαρχόντων»
i) σύμφωνα με τα μέσα τα οποία διαθέτει κανείς
ii) κατά τις περιστάσεις
β) «ὑπῆρκτο αὐτοῡ» — είχε γίνει αρχή του, είχε γίνει έναρξή του (Θουκ.).