Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπνωτικός

From LSJ
Revision as of 20:48, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs)

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπνωτικός Medium diacritics: ὑπνωτικός Low diacritics: υπνωτικός Capitals: ΥΠΝΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hypnōtikós Transliteration B: hypnōtikos Transliteration C: ypnotikos Beta Code: u(pnwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inclined to sleep, sleepy, drowsy, Arist.Somn.Vig.457a26; μετὰ τὰ σιτία -ώτατοι Id.Pr. 874b17, cf. 876a20 (Comp.). Adv. -κῶς Gal.19.149.    II Act., putting to sleep, narcotic, μηκώνιον Hp.Mul.2.201; θρίδαξ Diph.Siph. ap.Ath.2.69f; φάρμακα Plu.2.652c; πότημα POxy.1088.66 (i A.D.): as Subst., -κὸν πίνειν a narcotic, Plu.Caes.34; pl., Arist.Somn.Vig. 456b29, Porph.Abst.1.27.

German (Pape)

[Seite 1207] schläfrig, Arist. probl. 3, 34; – einschläfernd, Theophr. u. Sp.; Plut. adv. Col. 7 im adv.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπνωτικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς ὕπνον, νυσταλέος, Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγ. 3, 17· - μετὰ τὰ σιτία ὑπνωτικώτατοι ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 3. 25, πρβλ. 34· πρβλ. ὑπνητικός: Ἐπίρρ. ὑπνωτικῶς, ὑπνωτικῶς ἔχουσα, «ὕπνῳ κοιμωμένη», Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 584. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων ὕπνον, ναρκωτικός, Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγ. 3. 9· θρίδαξ Ἀθήν. 69F· φάρμακα Πλούτ. 2. 652C· τό ὑπνωτικόν, τὸ ἐπιφέρον ὕπνον, ναρκωτικόν, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 34.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
soporifique ; τὸ ὑπνωτικόν narcotique.
Étymologie: ὕπνος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπνωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπνῶ, -όω
1. αυτός που φέρνει ύπνο, που προκαλεί νύστα («ψυκτικὰ τὰ πλεῑστα τῶν ὑπνωτικῶν φαρμάκων ἐστί», Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το υπνωτικό(ν)
ουσία που φέρνει ύπνο
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύπνωση (α. «υπνωτική κατάσταση» β. «υπνωτική εξεργασία»)
2. φρ. α) «υπνωτική έκσταση»
(ψυχολ.) κατάσταση υψηλής ευαισθησίας στην υποβολή που προκαλείται από έναν υπνωτιστή και μοιάζει με ονειρική κατάσταση
β) «υπνωτική παλινδρόμηση»
(ψυχολ.) διαδικασία κατά την οποία ξεχασμένες ή απωθημένες εμπειρίες αναβιώνονται υπό την επίδραση ύπνωσης
γ) «υπνωτικά μέσα»
(ποιν. δίκ.) μέσα περιοριστικά ή μηδενιστικά της συνειδητής και εκούσιας συμπεριφοράς του προσώπου και, ειδικότερα, της προς αντίσταση ικανότητάς του, μέσα τών οποίων η χρήση θεωρείται ποινικώς ως άσκηση σωματικής βίας
αρχ.
νυσταλέος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπνωτικός: 3
1) сонливый, сонный Arst.;
2) снотворный (φάρμακα Plut.).