μάτη

From LSJ
Revision as of 10:35, 20 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάτη Medium diacritics: μάτη Low diacritics: μάτη Capitals: ΜΑΤΗ
Transliteration A: mátē Transliteration B: matē Transliteration C: mati Beta Code: ma/th

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A folly, fault, μάτας εἰπών speaking folly, Stesich.47, cf. A.Ch.918 (pl.); μάταισι πολυθρόοις with clamorous lewdness, Id.Supp. 820 (lyr.) (but expld. by Sch. as 'quest'); οὔ τί τοι μέτρον μάτας S.Fr.798.    II cf. μάτην ad fin.

German (Pape)

[Seite 101] ἡ, = ματία, Fehler, Vergehen, Aesch. Ch. 905; auch φυγάδα μάταισι πολυθρόοις βίαια δίζηνται λαβεῖν, Suppl. 800, von dem Hin- u. Herrennen der Verfolger; οὔτι τοι μέτρον μάτας, Soph. frg. 788; εἰς μάτην, = μάτην, ins Gelag, in den Tag hinein, Luc. Tragodop. 28.

Greek (Liddell-Scott)

μάτη: [ᾰ], ἡ, = ματία, μάταιος κόπος, μωρία, σφάλμα, Αἰσχύλ. Χο. 918· μάταισι πολυθρόοις, θορυβώδεσι ζητήσεσι, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 820· οὔ τί τοι μέτρον μάτας Σοφ. Ἀποσπ. 788. (Ἐντεῦθεν ματάω, ματᾴζω, μάτην, μάταιος· ἴσως δὲ καὶ τὸ μὰψ εἶναι συγγενές).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
chose vaine, action ou démarche vaine.
Étymologie: pê apparenté au lat. mentiri.

Greek Monolingual

μάτη, ἡ (Α)
1. μάταιος κόπος, ανοησία, σφάλμα («μάτας εἰπών», Στησίχ.)
2. (ως μέτρο) το 1/2 της αρτάβης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα mā-t- και συνδέεται με σλαβ. mat-am, mat- «στρίβω, ψεύδομαι, απατώ» και με το ρ. μηνύω, άποψη όμως ελάχιστα πιθανή.
ΠΑΡ. μάταιος, ματαιώνω, μάτην
αρχ.
ματάζω, ματία.

Greek Monotonic

μάτη: [ᾰ], ἡ, = ματία, ανοησία, σφάλμα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μάτη: дор. μάτᾱ (ᾰ) ἡ
1) пустая затея, напрасный труд, блуждание: μάταισι πολυθρόοις Aesch. в шумных странствиях;
2) заблуждение, проступок (πατρὸς τοῦ σοῦ Aesch.): εἰς μάτην Luc. = μάτην.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: roughly fault, folly (Stesich., A., S.), also ματίη id. (κ 79, A. R.), metr. useful transformation (Porzig Satzinhalte 204 a. 70, Scheller Oxyronierung 39 w. n. 1). -- μάτην adv. idly, vainly, without reason (h. Cer.).
Derivatives: 1. μάταιος idly, empty, foolish, rash (IA.) with ματαιό-της (hell.), -σύνη (Polem. Phgn.) idleness etc. and the denominatives : a) (ἀπο-) ματαΐζω (Hdt., J.), ματᾳζω (A., S.; on the phonetics etc. Schwyzer 265 a. 736) talk nonsense, act foolishly, also -αιάζω id. (hell.); b) ματαιόομαι, -όω render to puposelessness, act foolishly (LXX, NT) with ματαίωμα (Hermas). -- 2. ματάω, aor. ματῆσαι do in vain, miss, be useless (Il.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: The difficulty, to define exactly the original meaning of the verbal noun μά-τη (on its formation Fraenkel Nom. sg. 2, 115) and the fossilized acc. μάτην which originated from there (Schwyzer 621), makes searching for a convincing etymology almost impossible. The connection with some Slavic words, e.g. Pol. mat-am, mat-ać swindel, turn, lie, deceive, Sbcr. mat-am, -ati allure, attract (Bq, WP. 2, 219f., Pok. 693 with Prellwitz and Zubatý) has clearly a minimal value; cf. Vasmer Wb. s. matošítь, where the Slavic words are estimated differently. S. also on μηνύω. Different proposals in Bq. - Fur. 88 n. 476 reminds that words for stupid, foolish are often Pre-Greek (also 242, 339; cf. ματταβος ὁ μωρός Η.; also words in -αιος are often Pre-Greek.

Middle Liddell

μά˘τη, ἡ, = ματία,]
a folly, a fault, Aesch.