κινάβρα
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ἡ,
A rank smell of a he-goat, Luc.Bis Acc.10, Poll.2.77; also of men, Luc.DMar.1.5, al.; also, goatish beard, Id.DMort.10.9: metaph., = κιμβεία, Phot.
German (Pape)
[Seite 1438] ἡ, der Gestank des Bockes, Luc. bis acc. 10; der Geruch des Schweißes unter den Achseln, Eupolis bei Poll. 2, 77; eines schmutzigen Bartes, Luc. D. mort. 10, 9.
Greek (Liddell-Scott)
κῐνάβρα: ἡ, «ἡ ἐν τοῖς τράγοις δυσωδία, ὥσπερ καὶ ἡ ἐν ταῖς μασχάλαις» Πολυδ. Β΄, 77 (κοινῶς κεναύρα)· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς πυκνῆς καὶ μεγάλης γενειάδος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 9· κατὰ τὸ Λεξικὸν Φωτ.: «κινάβρα· μικρολογία· οἱ δὲ τὰ ἀποκαθάρματα· οἱ δὲ τὴν τῆς ἀλώπεκος σόβην»· ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει κιναβρεύματα, τά, «κιναβρεύματα· ἀποκαθάρματα ὄζοντα».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
odeur de bouc ; odeur infecte (des aisselles).
Étymologie: DELG -.
Greek Monolingual
η (Α κινάβρα)
1. η ιδιάζουσα οσμή τών τράγων, τραγίλα
2. (για πρόσ.) η μυρωδιά του ιδρώτα
αρχ.
1. η γενειάδα («ἀνθρωπινώτερος νῡν ἀναπέφηνας άποθέμενος σαυτοῦ τήν κινάβραν», Λουκιαν.)
2. (κατά τον Φώτ.) α) μικρολογία
β) τα περιττώματα
γ) το πυκνό τρίχωμα της αλεπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με τον τ. κενέβρειος «ψόφιος» παραμένει αμφίβολη].
Greek Monotonic
κῐνάβρα: ἡ, η δυσωδία των τράγων, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κῐνάβρα: ἡ запах козла Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κινάβρα -ας, ἡ stank van geiten. sik (van een bok).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: smell of a (he-)goat (Luc., Poll.).
Derivatives: κιναβράω smell like a goat (Ar. Pl. 294).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. Doubts about the usual connection with κενέβρειος in Schwyzer 350. No doubt a Pre-Greek word.