κράσπεδο

From LSJ
Revision as of 12:35, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source

Greek Monolingual

το (AM κράσπεδον)
1. το ακρότατο μέρος ενός πράγματος
2. το άκρο υφάσματος, η ούγια, ή ενδύματος, ο γύρος, ο ποδόγυρος (α. «η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα τών ενδυμάτων της», Παπαδ.
β. «ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ», ΚΔ)
3. φρ. α) «τα κράσπεδα του όρους» — οι πρόποδες, οι υπώρειες του βουνού
β) «κράσπεδα στρατοπέδου» — τα κέρατα της παράταξης, οι άκρες της στρατιωτικής παράταξης («ὄχλον πρὸς κρασπέδοισι στρατοπέδου τεταγμένον», Ευρ.)
νεοελλ.
1. ζωολ. όργανο που φέρουν ορισμένες μέδουσες στο σκιάδιο του σώματός τους και το οποίο με τη συστολή και διαστολή του προκαλεί εισροή και εκροή του νερού, χάρη στις οποίες μετακινείται το ζώο
2. φρ. «κράσπεδο πεζοδρομίου» — το ακραίο πέτρινο τμήμα του πεζοδρομίου προς την πλευρά του δρόμου
αρχ.
1. τα όρια μιας χώρας («σχεδὸν παρ' αὐτοῑς κρασπέδοις Εὐρωπίας», Ευρ.)
2. πάθηση της σταφυλής του λαιμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράσ-πεδον. Το α' συνθετικό συνδέεται με τις λ. κάρα, (τὸ), κράς, -κρατός (, ) «κεφάλι, κορυφή», ενώ β' είναι η λ. πέδον «πεδιάδα, έδαφος» (πρβλ. γή-πεδον, δά-πεδον), οπότε η αρχική σημ. της λ. θα ήταν «το ψηλότερο σημείο»].