ὑπεμνήμυκε
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
English (LSJ)
in Il.22.491, πάντα δ' ὑπεμνήμυκε, of an orphan boy: Aristarch. interpreted it—
A he hangs down his head utterly, he is altogether cast down; so that it must be taken (cf. Sch.) as Ep. pf. of ὑπ-ημύω, for ὑπ-εμήμυκε (ν being inserted metri gr.):—the pres. is used by coluth.338, ὑπημύουσι παρειαί sink in, become hollow.
German (Pape)
[Seite 1187] Il. 22, 491, πάντα δ' ὑπ., er senkt überall die Augen schüchtern nieder, von ὑπημύω abgeleitet, statt ὑπεμήμυκε, mit dem des Verses wegen eingeschobenen ν, vgl. Spitzner exc. 33.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεμνήμῡκε: ἐν Ἰλ. Χ. 491, πάντα δ’ ὑπεμνήμυκε, ἐπὶ ὀρφανοῦ παιδός. Οἱ ἄριστοι τῶν παλαιῶν ἑρμηνευτῶν ἡρμήνευσαν, ἔχει τὴν κεφαλήν του ὅλως χαμηλωμένην, καὶ βλέπει κάτω ὅλως ἄθυμος· ὥστε δέον νὰ ἐκληφθῇ ὡς Ἐπικ. πρκμ. τοῦ ὑπημύω, ἀντὶ ὑπεμήμυκε, (κατὰ παρένθεσιν τοῦ ν χάριν τοῦ μέτρου, ὡς ἐν τοῖς νώνυμνος ἀντὶ νώνυμος, παλαμναῖος ἐκ τοῦ παλάμη)· ― ἕτεροι προτιμῶσι νὰ ἀναγινώσκωσιν ὑπεμμήμυκε· ― ὁ ἐνεστ. εἶναι ἐν χρήσει παρὰ Κολούθῳ 331, ὑπημύουσι παρειαί, βυθίζονται, κοιλαίνονται. Ἴδε ἐξέτασιν τῆς λέξεως ἐν Spitzn. Exc. xxxiii. εἰς Ἰλ.
French (Bailly abrégé)
v. ὑπημύω.
Greek Monolingual
Α
(γ' εν. πρόσ. παρακμ.) είναι σκυφτός, έχει το κεφάλι σκυφτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. του ρ. ὑπημύω σχηματισμένος από έναν αμάρτυρο τ. ὑπεμήμυκε (με αττικό διπλασιασμό, πρβλ. ἐμῶ: ἐμήμεκα) με την προσθήκη του -ν-, η οποία επιτρέπει τη μετρική έκταση του προηγούμενου φωνήεντος].
Greek Monotonic
ὑπεμνήμῡκε: Επικ. παρακ. του ὑπ-ημύω, χαμηλώνει το κεφάλι του, στέκεται με το κεφάλι του χαμηλωμένο, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
epic perf. of ὑπ-ημύω
he hangs down his head, stands with head hung down, Il.
Frisk Etymology German
ὑπεμνήμυκε: (Χ 491)
{hupemnḗmuke}
See also: s. ἠμύω.
Page 2,966