Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεστόω

From LSJ
Revision as of 21:00, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεστόω Medium diacritics: μεστόω Low diacritics: μεστόω Capitals: ΜΕΣΤΟΩ
Transliteration A: mestóō Transliteration B: mestoō Transliteration C: mestoo Beta Code: mesto/w

English (LSJ)

   A fill full of, c. gen. rei, ὀργῆς μ. τινά S.Ant.280:—Pass., to be filled or full of, κτύπου Id.El.713, cf. Ant.420; of persons, παρρησίας μεστοῦσθαι καὶ ἐλευθερίας Pl.Lg.649b; ὕβρεώς τε καὶ ἀδικίας ib.713c: abs., Procop.Arc.13; and in medic. sense, ἀγγεῖα μεμεστωμένα Gal. 1.394, cf. 8.932.

German (Pape)

[Seite 141] vollmachen, anfüllen, erfüllen; ἐμεστώθη μέγας αἰθήρ, mit Staub, Soph. Ant. 416; πᾶς ἐμεστώθη δρόμος κτύπου κροτητῶν ἁρμάτων, El. 703; übertr., πρὶν ὀργῆς κἀμὲ μεστῶσαι, Ant. 280; μὴ οὐχ ὕβρεως τε καὶ ἀδικίας μεστοῦσθαι, Plat. Legg. IV, 713 e; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεστόω: (μεστὸς) πληρῶ τι ἐντελῶς ἔκ τινος, γεμίζω τι μέ τι, μετὰ γεν. πράγματος, παῦσαι, πρὶν ὀργῆς καί με μεστῶσαι λέγων Σοφ. Ἀντ. 280. - Παθ., πληροῦμαι, γεμίζομαι μέ τι, κτύπου ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 713, πρβλ. Ἀντ. 420· ἐπὶ προσώπων, μεστοῦσθαι παρρησίας καὶ ἐλευθερίας Πλάτ. Νόμ. 649Β· ὕβρεώς τε καὶ ἀδικίας αὐτόθι 713C.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
remplir, Pass. être rempli de, être plein de.
Étymologie: μεστός.

English (Strong)

from μεστός; to replenish, i.e. (by implication) to intoxicate: fill.

English (Thayer)

μέστω; (μεστός); to fill, fill full: γλεύκους μεμεστωμένος, Sophocles, Plato, Aristotle, others; 3 Maccabees 5:1,10.)

Greek Monotonic

μεστόω: (μεστός), μέλ. -ώσω, γεμίζω εντελώς από κάτι, με γεν., σε Σοφ. — Παθ., είμαι γεμάτος ή πλήρης από κάτι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μεστόω:
1) наполнять (τὸ ὄστρακόν τινος Arst.); med.-pass. наполняться, перен. напиваться (γλεύκους NT);
2) преисполнять (τινα ὀργῆς Soph.; μεστοῦσθαι ὕβρεώς τε καὶ ἀδικίας Plat.).

Middle Liddell

μεστός
to fill full of a thing, c. gen., Soph.:—Pass. to be filled or full of, Soph.

Chinese

原文音譯:mestÒw 姆士拖哦

詞類次數:動詞(1)

原文字根:擴張 裝滿(的)

字義溯源:灌滿,使膨脹;源自(μεστός)*=充滿的)。參讀 (ἀνταναπληρόω)同義字

出現次數:總共(1);徒(1)

譯字彙編

1) 灌滿了(1) 徒2:13